Σε περαιτέρω «αφελληνισμό» της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς οδηγεί η επικείμενη πώληση της θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας στο αμερικανικό fund της CVC, το οποίο εξελίσσεται σε έναν από τους σημαντικότερους επενδυτές στην οικονομία μας.
Με την Εθνική Ασφαλιστική που αποτελεί τον leader της αγοράς τόσο στον κλάδο ζωής, όσο και στις ζωικές καλύψεις να αλλάζει χέρια, η μεγαλύτερη πλέον ελληνική ασφαλιστική εταιρεία καθίσταται η Ευρωπαϊκή Πίστη, η οποία κατέχει την πέμπτη θέση σε ότι αφορά την ετήσια παραγωγή ασφαλίστρων (μένει τώρα να δούμε αν η εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Αθήνας εταιρεία θα επιδιώξει να αξιοποιήσει το γεγονός αυτό στο πεδίο του marketing). Ειδικότερα μάλιστα στον κλάδο ζωής, η Ευρωπαϊκή Πίστη είναι πλέον σχεδόν η μόνη ελληνικών μετοχικών συμφερόντων που δραστηριοποιείται σε αυτόν.
Η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής αποτελεί συνέχεια της τάσης του «αφελληνισμού» της εγχώριας ασφαλιστικής βιομηχανίας, η οποία ξεκίνησε το έτος 2000 με την αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην Interamerican και συντελείται σταδιακά εδώ και περίπου 15 χρόνια.
Ειδικότερα, κατά την περίοδο αυτή ελληνικών συμφερόντων Όμιλοι υποχρεώθηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των Ασπίς Πρόνοια, Commercial Value και International Life.
Παράλληλα, οι τράπεζες πούλησαν τις θυγατρικές τους ασφαλιστικές εταιρείες σε πολυεθνικούς Ομίλους, ή/και συνεργάστηκαν με ξένους «παίκτες» στο πεδίο του bancassurance. Συγκεκριμένα:
- Η πάλαι ποτέ Εμπορική Τράπεζα διέθεσε στην Groupama την Φοίνιξ-Metrolife Εμπορική.
- Η Alpha Bank πούλησε στην AXA την Alpha Ασφαλιστική (φέτος ανακοινώθηκε η πώλησή της εξαγορασθείσας στην Generali Hellas).
- Η Eurobank διέθεσε το 80% των μετοχών της Eurolife στην καναδική Fairfax.
- Η Τράπεζα Πειραιώς πούλησε την Αγροτική Ασφαλιστική στην Ergo, ενώ στο κομμάτι του bancassurance στον κλάδο ζωής συνεργάζεται με την NN Hellas.
- H πάλαι ποτέ Λαϊκή Τράπεζα πούλησε τις θυγατρικές της ασφαλιστικές εταιρείες στο γαλλικό πολυεθνικό Όμιλο CNP, ο οποίος με αυτό τον τρόπο δραστηριοποιείται σήμερα σε Κύπρο και Ελλάδα.
Παράλληλα, με τον «αφελληνισμό», μια άλλη τάση που χαρακτηρίζει την εγχώρια ασφαλιστική αγορά είναι η ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωσή της σε λιγότερους «παίκτες», με τον αριθμό των δραστηριοποιούμενων εταιρειών να έχει συρρικνωθεί δραστικά και με τις προβλέψεις να μιλούν για περαιτέρω μείωσή του μέσα από ένα επερχόμενο κύμα εξαγορών και απορροφήσεων χαρτοφυλακίων.
Ενδεικτικό είναι ότι στα πλαίσια της πρόσφατης εκδήλωσης για την ετήσια συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, ο εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Χαρίτσης είχε αναφερθεί στο ζήτημα της συγκέντρωσης του ασφαλιστικού κλάδου και στο κατά πόσο αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό. Παράλληλα πολλοί από εκείνους που εναντιώθηκαν στην πώληση-«αφελληνοποίηση» της Εθνικής Ασφαλιστικής εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για το πώς θα διαχειριστεί ένα ξένο fund τα μεγάλης αξίας ελληνικά κρατικά ομόλογα που διαθέτει η εταιρεία στο επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο.
Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς δεν δείχνουν να ανησυχούν: «Το κυρίως ζητούμενο δεν είναι η εθνικότητα των μετόχων, αλλά το να δραστηριοποιούνται στη χώρα αξιόπιστες ασφαλιστικές εταιρείες, με επαρκή κεφάλαια και τεχνογνωσία, οι οποίες να διασφαλίζουν τα συμφέροντα των πελατών τους και της ελληνικής οικονομίας» δηλώνει στο Euro2day.gr υψηλόβαθμο στέλεχος της αγοράς, συμπληρώνοντας:
«Υπάρχουν και ελληνικές εταιρείες που έχουν τοποθετημένο μεγάλο ποσοστό των επενδύσεών τους στο εξωτερικό, πράγμα που οφείλεται στη χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και στις απαιτήσεις του αυστηρού εποπτικού πλαισίου Solvency II. Τώρα που το ελληνικό ρίσκο έχει μειωθεί και που τα επιτόκια είναι αρνητικά στην Κεντρική και στη Βόρεια Ευρώπη, ήδη υπάρχουν σκέψεις ή και κινήσεις για σταδιακό μερικό επαναπατρισμό χρημάτων από το εξωτερικό.
Σε ότι δε αφορά τη συγκέντρωση του κλάδου, πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο. Οι μικρού μεγέθους εταιρείες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλού επιπέδου προδιαγραφές που απαιτούν οι εποπτικές αρχές, ιδίως σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, όπως το σημερινό».