Τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων με στόχο τη μείωση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, αλλά και τη μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση πόρων προς όφελος του Δημοσίου και της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας πρότεινε η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος στην κυβέρνηση.
Ενδεικτική ήταν η αναφορά του προέδρου της ΕΑΕΕ Αλέξανδρου Σαρρηγεωργίου στο συνταξιοδοτικό, όπου το Δημόσιο καλείται να καλύπτει ετήσιο έλλειμμα άνω των 15 δισ. ευρώ: «Αν μέσα από τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων αναπτυχθεί δυναμικά ο τρίτος πυλώνας (ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συμβόλαια) τότε και οι συντάξεις θα αυξηθούν, αλλά και θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για αναπτυξιακές δράσεις του κράτους».
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι θέσεις του κ. Σαρρηγεωργίου και στο θέμα των φυσικών καταστροφών, οι οποίες μάλιστα πιθανότατα θα γίνουν συχνότερες λόγω του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Τονίστηκε λοιπόν ενδεικτικά πως ενώ ο «Ιανός» κόστισε συνολικά γύρω στα 400-500 εκατ. ευρώ, οι σχετικές αποζημιώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών κυμάνθηκαν μόλις γύρω στα 30 εκατ. ευρώ, όταν στο εξωτερικό είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες που σε αυτές τις περιπτώσεις καλούνται να πληρώσουν τη μερίδα του λέοντος.
Αυτό στην Ελλάδα δεν συμβαίνει, επειδή είναι χαμηλή η ασφαλιστική διείσδυση. Μέσα λοιπόν από θέσπιση κινήτρων για την ασφάλιση των σπιτιών έναντι σεισμού, φωτιάς και λοιπών φυσικών καταστροφών, όχι μόνο τα νοικοκυριά θα ήταν ασφαλέστερα, αλλά και το Δημόσιο θα εξοικονομούσε σημαντικό ποσό χρημάτων από αυτά που καταβάλλει σε κάθε τέτοιο φαινόμενο. Επίσης, γενικότερο είναι το ερώτημα το αν τελικά θα μπορέσει το Δημόσιο να καλύψει τις ζημιές μιας ενδεχόμενης μεγάλης μελλοντικής φυσικής καταστροφής, με δεδομένη την υπάρχουσα στενότητα πόρων.
Μια ακόμη πρόταση του κλάδου προς την κυβέρνηση είναι η δυνατότητα επαναπατρισμού στην Ελλάδα ενός τμήματος των 10,5 δισ. ευρώ των ασφαλιστικών εταιρειών που «λιμνάζουν» σήμερα στο εξωτερικό έναντι οριακών ή ακόμη και αρνητικών επιτοκίων. Ειδικότερα, οι επενδύσεις των ασφαλιστικών εταιρειών ανέρχονται σήμερα στα 17,5 δισ. ευρώ και μόνο τα επτά εξ’ αυτών είναι τοποθετημένα σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία.
Οι εταιρείες λοιπόν προτείνουν ένα αίτημα που υποστηρίζουν οι ασφαλιστικοί όμιλοι πανευρωπαϊκά (για να γίνει βέβαια κάτι τέτοιο, απαιτούνται αλλαγές στο υπό αναθεώρηση εποπτικό πλαίσιο Solvency II), δηλαδή να δημιουργηθούν μακροπρόθεσμα επενδυτικά προϊόντα χαμηλού ρίσκου και θετικών αποδόσεων (πχ αναπτυξιακά ομόλογα, ή ομόλογα υποδομών) στα οποία θα επενδύουν οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Μέσα από μια τέτοια πρόταση οι εταιρείες θα μπορούσαν να αυξήσουν τις αποδόσεις των χαρτοφυλακίων τους σε περιόδους αρνητικών επιτοκίων, ενώ αντίθετα η χώρα θα αποκτήσει τη δυνατότητα να προσελκύσει αρκετά δισ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτήσει επενδύσεις που θα φέρουν θέσεις εργασίας και αύξηση της παραγωγικότητας σε μόνιμη βάση.