Μετά ένα εξάμηνο «διάλειμμα» που αποδίδεται στην τρέχουσα πανδημία, οι τράπεζες επανέρχονται δριμύτερες στη διάθεση ασφαλιστικών συμβολαίων, αμοιβαίων κεφαλαίων και λοιπών επενδυτικών προϊόντων, στρέφοντας μέρος των καταθετών τους προς εναλλακτικές μορφές τοποθετήσεων.
«Οι τράπεζες έχουν περίσσευμα καταθέσεων και θέλουν να τις διοχετεύσουν σε άλλα επενδυτικά προϊόντα, γιατί έτσι όχι μόνο δεν υποχρεώνονται σε κόστος, αλλά αντίθετα καρπώνονται προμήθειες» δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας: «Πρόκειται για μια στρατηγική που δούλευε στο φουλ μέχρι και τον φετινό Φεβρουάριο, ωστόσο διακόπηκε λόγω της πανδημίας. Συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο και μετά οι πελάτες είχαν περιορισμένη πρόσβαση στα καταστήματα και οι τράπεζες δεν ήταν έτοιμες να πουλήσουν τέτοια προϊόντα εξ αποστάσεως. Επιπλέον, η αρχική έντονη ανησυχία για την επόμενη μέρα της ελληνικής και της διεθνούς οικονομίας οδήγησε πολλούς επενδυτές στη συντηρητική επιλογή των καταθέσεων, μέσα από τη ρευστοποίηση άλλων προϊόντων, όπως π.χ. Ομολογιακών Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
Τα πράγματα ωστόσο σήμερα είναι διαφορετικά. Διεθνώς, επικρατεί η αντίληψη ότι η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει από τα μέσα του 2021 και πως οι κυβερνήσεις σε συνεργασία με τις Κεντρικές Τράπεζες θα αμβλύνουν με τις πολιτικές τους τις ενδιάμεσες απώλειες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, έστω και με χρονική καθυστέρηση.
Καλώς ή κακώς, σωστά ή λάθος, έχει καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι οι Κεντρικές Τράπεζες θα κρατήσουν τα επιτόκια στο μηδέν για πολλά ακόμη χρόνια και ότι τα περιθώρια περαιτέρω κερδών στα κρατικά ομόλογα έχουν σαφώς περιοριστεί. Έτσι, επικρατεί κλίμα αισιοδοξίας για νέα άνοδο των μετοχών μέσα στο 2021, με την προσδοκία ότι τα εταιρικά κέρδη θα ανακάμψουν και με το δεδομένο ότι συχνά οι μερισματικές αποδόσεις υπερβαίνουν τα προσφερόμενα επιτόκια από καταθέσεις και κρατικά χρεόγραφα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η διάθεση επενδυτικών προϊόντων -από τις τράπεζες και όχι μόνο- αποτελεί μια σαφώς ευκολότερη υπόθεση σε σχέση με το παρελθόν».
Αλήθεια είναι πως οι τράπεζες εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια έχουν πλεόνασμα ρευστότητας, την οποία δεν μπορούν να τη διοχετεύσουν -σύμφωνα με τα δικά τους πιστωτικά κριτήρια- σε χορηγήσεις και είναι αναγκασμένες να την «παρκάρουν» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έναντι αρνητικών επιτοκίων. Άρα, όχι μόνο καταβάλλουν κάποια οριακά επιτόκια στους καταθέτες τους αλλά, επιπρόσθετα, επιβαρύνονται και από την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα το κόστος του χρήματος να κυμαίνεται κοντά στο 0,5%.
Το πρόβλημα αυτό, που ήταν εμφανές το 2019, φαίνεται πως επιδεινώθηκε μέσα στη φετινή χρονιά. Ειδικότερα, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα ανέβηκαν από τα 143,1 δισ. ευρώ της 31ης/12/2019 στα 155,7 δισ. στις 31/12/2020 (στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα), όταν κατά την ίδια περίοδο, το υπόλοιπο των δανειοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα υποχώρησε από τα 154,2 στα 147,27 δισ. ευρώ (στοιχεία Τραπέζης της Ελλάδος).
Πέραν, αυτού, βασική στρατηγική των τραπεζών σε μια περίοδο που τα επιτόκια χορηγήσεων αποκλιμακώνονται είναι η αύξηση των εσόδων τους από τις προμήθειες. Έτσι, έχουν κάθε λόγο να στρέψουν ένα τμήμα των καταθετών τους προς τα αμοιβαία κεφάλαια, τα μακροχρόνια ασφαλιστικά συμβόλαια και άλλα επενδυτικά προϊόντα (private banking), καθώς με αυτό τον τρόπο αποφεύγουν την καταβολή τόκων προς πελάτες και ΕΚΤ, ενώ παράλληλα καρπώνονται αξιοσημείωτες προμήθειες.
Η στροφή αυτή που επιχειρείται -και απομένει να δούμε το κατά πόσο θα πείσει τους αποταμιευτές μέσα στο επόμενο έτος- οδηγεί σε μεταφορά πόρων από τις καταθέσεις σε μετοχές, ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ελληνικά ή ξένα.
Αντίθετα, δυσκολότερα εξελίχτηκαν τα πράγματα για τις τράπεζες σε ό,τι αφορά την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, εκτιμάται ότι κατά το πρώτο εννεάμηνο, τα προϊόντα bancassurance υποχρεώθηκαν σε μεγαλύτερη πτώση από τον μέσο όρο της αγοράς (-4,5%). Ωστόσο, η βελτίωση των συνθηκών για τις τοποθετήσεις υψηλότερου ρίσκου σε μια περίοδο όπου οι ασφαλιστικές εταιρείες προσφέρουν προϊόντα όπου τον κίνδυνο της επένδυσης τον αναλαμβάνει ο πελάτης, ευνοεί τις προσπάθειες των τραπεζών να ανακτήσουν μέρος του χαμένου τους εδάφους. Από την αρχή του έτους έως και τη 10η Δεκεμβρίου του 2020 (και κυρίως από το Νοέμβριο και μετά), υπήρξαν θετικές εισροές στα εγχώρια αμοιβαία κεφάλαια που ανήλθαν στα 117 εκατ. ευρώ (πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το δίκτυο της Tράπεζας Πειραιώς).
Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε αποχώρηση κεφαλαίων από τα Ομολογιακά Α/Κ και αντίθετα σημαντικές εισροές στα Μετοχικά Εσωτερικού (+34 εκατ. ευρώ), στα Funds of Funds Μετοχικά Εξωτερικού (+71 εκατ.), στα Μεικτά (+67 εκατ.) και στα Μεικτά Funds of Funds Εξωτερικού (+23 εκατ. ευρώ).