Την πλήρη αντίθεσή της στην πρόταση της ομάδας Πισσαρίδη για το ασφαλιστικό, τις βασικές αρχές της οποίας ακολουθεί και η πρόταση της κυβέρνησης όπως την επεξεργάζεται ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Προστασίας Πάνος Τσακλόγλου, εκφράζει η ΓΣΕΕ.
Στην έκθεση για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας που παρουσιάστηκε χθες, από το Ινστιτούτο Εργασίας της Συνομοσπονδίας και αποτελεί την «αντι-Πισσαρίδη» έκθεση, οι επιστημονικοί συνεργάτες της ΓΣΕΕ χαρακτηρίζουν την κεφαλαιοποίηση των επικουρικών συντάξεων υψηλού δημοσιονομικού ρίσκου, που προκαλεί μεγάλο κοινωνικό κίνδυνο εξαιτίας της υπονόμευσης της αρχής της αλληλεγγύης των γενεών ακόμη και στην κύρια σύνταξη. Τάσσεται, βέβαια, υπέρ της ενίσχυσης των επαγγελματικών ταμείων.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, η πρόταση για την κεφαλαιοποίηση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης στηρίζεται στο επιχείρημα της «ραγδαίας δημογραφικής γήρανσης της χώρας, που θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του δείκτη εξάρτησης συνταξιούχων σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό». Όμως το ΙΝΕ, αν και παραδέχεται ότι «το δημογραφικό πρόβλημα είναι υπαρκτό», εκτιμά ότι «οι συνέπειές του θα εξαρτηθούν από τη μεταβολή μιας σειράς άλλων παραμέτρων και παραγόντων, όπως, για παράδειγμα, η επιδείνωση της σχέσης εργαζομένων/συνταξιούχων, η οποία ανατρέπει τη σχέση εισροών/δαπανών του συστήματος».
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται από το Ινστιτούτο επιστημονικής τεκμηρίωσης της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, η πρόβλεψη της Έκθεσης Πισσαρίδη για αύξηση του ποσοστού απασχόλησης κατά 1% σε ετήσια βάση μέχρι το 2030, εφόσον προχωρήσει η κεφαλαιοποίησης, είναι πρακτικά «μια εκτίμηση επιδείνωσης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος».
Το ΙΝΕ χαρακτηρίζει την πρόταση Πισσαρίδη ή για την ακρίβεια το σύνολο των υποθέσεων που στηρίζουν την πρόταση για κεφαλαιοποίηση, ως «χαμηλού ρεαλισμού». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, υποστηρίζεται από την ομάδα του νομπελίστα οικονομολόγου ότι η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης θα οδηγήσει σε ηθελημένη αύξηση της αποταμίευσης των ασφαλισμένων, με τη μορφή των υψηλότερων εισφορών. Η Έκθεση Πισσαρίδη ισχυρίζεται ότι η αύξηση αυτή θα συμβεί ως αποτέλεσμα:
α) ισχυρότερων κινήτρων προσφοράς εργασίας
Όμως, το ΙΝΕ εκτιμά πως τα ισχυρότερα κίνητρα από μόνα τους δεν δημιουργούν υψηλότερες εισφορές, εκτός και αν η αύξηση της προσφοράς εργασίας ικανοποιηθεί από αύξηση της ζήτησης εργασίας. Το 1% αύξηση του ποσοστού απασχόλησης που προβλέπει η Έκθεση επαρκεί για να ικανοποιήσει την απαίτηση αυτή του νέου κεφαλαιοποιητικού συστήματος; Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία, το τεράστιο κενό στη ζήτηση εργασίας που παρατηρείται διαχρονικά δεν αιτιολογεί την υπόθεση της αύξησης των εισφορών με τον τρόπο που υποθέτει η Έκθεση Πισσαρίδη.
β) του καλύτερου ελέγχου που θα έχουν οι ασφαλισμένοι στις αποταμιεύσεις τους εξαιτίας και της προσδοκώμενης υψηλότερης σύνταξής τους
Και σε αυτό το επιχείρημα, η ΓΣΕΕ στέκεται με έντονη αμφισβήτηση. Συγκεκριμένα υποστηρίζει πως η υπόθεση ότι οι ασφαλισμένοι με την ορθολογική συμπεριφορά τους θα προεξοφλήσουν με βεβαιότητα τη μελλοντική απόδοση της κεφαλαιοποιημένης αποταμίευσής τους και γι’ αυτό θα αυξήσουν άμεσα τις αποταμιεύσεις τους δεν χρήζει σοβαρού σχολιασμού. «Αποτελεί κυρίως αποτύπωση θεωρητικών πεποιθήσεων» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Και συνεχίζει: Υποστηρίζεται ότι οι διαχειριστές του κεφαλαιοποιημένου πυλώνα των αποταμιεύσεων με μεγάλη διασπορά ρίσκου θα επενδύουν τα χρήματα των ασφαλισμένων διασφαλίζοντας υψηλή ασφάλεια για τις συντάξεις τους. «Οι υποθέσεις αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το εμπειρικό δεδομένο της αστάθειας και των μεγάλων διακυμάνσεων των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, συνεπώς και των μεγάλων κινδύνων που εγκυμονεί η κεφαλαιοποίηση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης», επισημαίνει.
Μάλιστα το ΙΝΕ ανακαλύπτει επιπλέον «λανθασμένα επιχειρήματα». Για παράδειγμα, αναφέρεται στο επιχείρημα ότι η μεταρρύθμιση αυτή θα έχει ευεργετική επίδραση και στις επενδύσεις, ειδικά εάν συνδυαστεί με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, πρώτον, η επένδυση της αποταμίευσης αυτής αποκλειστικά στην εγχώρια κεφαλαιαγορά δεν ικανοποιεί την υπόθεση της μεγάλης διασποράς ρίσκου που θα διασφαλίσει την ασφάλεια των αποταμιεύσεων των ασφαλισμένων, όπως υποθέτει η Έκθεση Πισσαρίδη. Δεύτερον, η επένδυση στην εγχώρια κεφαλαιαγορά μπορεί να μη διασφαλίζει τις προσδοκίες υψηλότερης σύνταξης που θα παρακινήσουν τους ασφαλισμένους να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους, όπως επίσης υποθέτει η Έκθεση Πισσαρίδη. Τρίτον, αν οι αποδόσεις στις διεθνείς αγορές είναι υψηλότερες των φορολογικών κινήτρων, η εκροή της αποταμίευσης αυτής στο εξωτερικό, θα υπονομεύσει στο σύνολό τους τις θετικές υποθέσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη που στηρίζουν την πρόβλεψή της για την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Και καταλήγει η ΓΣΕΕ πως αν στο τελευταίο και πιο πιθανό ενδεχόμενο προσθέσουμε το χρηματοδοτικό κενό που θα δημιουργηθεί στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, τότε η προτεινόμενη μεταρρύθμιση της Έκθεσης Πισσαρίδη δημιουργεί Α) υψηλό ρίσκο βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και Β) υψηλό ρίσκο να βρεθούν οι εργαζόμενοι αντιμέτωποι με υψηλότερες εισφορές και φόρους και οι συνταξιούχοι με χαμηλότερες συντάξεις.
Η Πρόταση της Συνομοσπονδίας
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση πρέπει να γίνεται με ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο βάσει της διασφάλισης του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος, της ενίσχυσης της διαγενεακής αλληλεγγύης, της αναδιανεμητικότητας και της αναλογικότητας εισφορών-παροχών.
Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω, ύστερα από κοινωνικό διάλογο, ο πυλώνας της επαγγελματικής ασφάλισης, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία των θετικών προσπαθειών που έχουν γίνει σε συγκεκριμένους κλάδους στη χώρα μας και τις επιτυχημένες πρακτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Και καταλήγει η Συνομοσπονδία στο ειδικό κεφάλαια για το ασφαλιστικό, πως θα μπορούσε να υποστηρίξει προτάσεις και παρεμβάσεις που διασφαλίζουν:
- Την αναπτυξιακή διάσταση του συστήματος ασφάλισης. Ειδικά ως προς την κύρια ασφάλιση τη διαταξική, την ενδογενεακή και τη διαγενεακή κατανομή του κόστους και των παροχών με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη.
- Τη χρησιμοποίηση ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών για την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ του ασφαλιστικού, του δημοσιονομικού και του μακροοικονομικού συστήματος βάσει της κυκλικής συμπεριφοράς βασικών οικονομικών μεταβλητών και της δυναμικής της μεγέθυνσης. Η χρησιμοποίηση δεικτών, όπως του δείκτη οικονομικής εξάρτησης ηλικιωμένων, του δείκτη αναλογιστικής δικαιοσύνης και του δείκτη διαγενεακής αλληλεγγύης, είναι καθοριστική για τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του συστήματος.
- Την αξιολόγηση του ασφαλιστικού συστήματος ως αναπόσπαστο τμήμα της γενικότερης αναπτυξιακής στρατηγικής που θα αξιολογεί την εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στο ασφαλιστικό σύστημα, στο δημοσιονομικό σύστημα και τη δυναμική της οικονομικής μεγέθυνσης με κριτήριο το βιοτικό επίπεδο της παρούσας και της μελλοντικής γενεάς.
- Την αύξηση των πόρων μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων στο σκέλος των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης, όπως η θεσμοθέτηση Προγραμμάτων Εγγυημένης Απασχόλησης, η αύξηση του κατώτατου μισθού στο επίπεδο του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης και η ενίσχυση των ΣΣΕ.
- Την ενίσχυση των συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και τον περιορισμό της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας.
- Την άμεση εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
- Την ουσιαστική αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας που στερούν από τα ταμεία σημαντικούς πόρους.