Τον Μάρτιο του 2020, η Ιταλία, με τη στήριξη της Ισπανίας και της Γαλλίας, έβαλε βέτο -εν μέσω πρωτοφανούς κρίσης από την Covid-19- στην αναδιάταξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, του ESM, που θα του έδινε πανίσχυρο ρόλο στα θέματα δανεισμού προς τις χώρες-μέλη.
Τότε ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντι δήλωσε ότι η Γερμανία και η Ολλανδία αρνούνταν να συζητήσουν την πιθανότητα έκδοσης ευρωομολόγων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Έδωσε δε 10 μέρες διορίας στην ΕΕ «να βρει λύση».
«Μέσα σε δέκα μέρες, η Ένωση πρέπει να βρει τη λύση. Αν η Ευρώπη βοηθήσει όπως έκανε στο παρελθόν, τότε θα βασιστούμε στις δυνάμεις μας», είχε δηλώσει τότε ο κ. Κόντε.
Οι χώρες του Νότου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν έβλεπαν με καλό μάτι να έχουν ως μοναδικό εργαλείο τον ESM. Και η Ρώμη φοβόταν μια πιθανή αναδιάρθρωση του ιταλικού χρέους εις βάρος των ομολογιούχων.
Έκτοτε το θέμα πάγωσε. Μέχρι την περασμένη Δευτέρα, που το Eurogroup, με πολιτική απόφαση, ενέκρινε την αναδιάρθρωση του ESM χωρίς καμία ένσταση. Ο πρόεδρος του Eurogroup Π. Ντόνοχιου το χαρακτήρισε ένα μεγάλο βήμα προς την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.
Σύμφωνα με τους όρους, οι υπουργοί Οικονομικών συμφώνησαν στη δημιουργία μιας κοινής βάσης σε ό,τι αφορά στο Ταμείο Ενιαίας Εξυγίανσης (Single Resolution Fund) για την παροχή επιπλέον μετρητών για τραπεζικές διασώσεις από τον ESM, σε περίπτωση που το Ταμείο ξεμείνει από λεφτά. Το backstop πρόκειται να τεθεί σε ισχύ το 2022 -δύο χρόνια νωρίτερα από ό,τι είχε αρχικά προγραμματιστεί-, εάν και εφόσον περάσει από την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων.
Ο κ. Ντόνοχιου εξήγησε ότι το SRF «ήρθε 2 χρόνια νωρίτερα, γιατί υπάρχει σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (non Performing Loans)». Πρόσθεσε δε ότι θα είναι Ταμείο «ύστατης ανάγκης».
Η δήλωση του προέδρου του Eurogroup προκαλεί εύλογα ερωτήματα καθώς έρχεται εν μέσω πρωτοφανών προειδοποιήσεων από την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και άλλους οργανισμούς για «δραματική», όπως τη χαρακτηρίζουν, αύξηση των κόκκινων δανείων λόγω Covid-19. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, ανήκει ήδη στην «κόκκινη ζώνη» για τα NPLs, με τους θεσμούς να πιέζουν με κάθε τρόπο για τη μείωση τους, ώστε να εξυγιανθεί ο τραπεζικός τομέας.
Το οξύμωρο είναι ότι το Βερολίνο και η Χάγη έθεσαν τη σημαντική μείωση των NPLs από τον Νότο ως προϋπόθεση για να τεθεί σε λειτουργία το SRF!
Αυτή είναι η μία «οξύμωρη» πλευρά των αποφάσεων για τον ESM. Υπενθυμίζουμε ότι όσες χώρες θέλουν να κάνουν άμεση χρήση και να λάβουν φθηνά δάνεια από τον ESM για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της Covid-19, πρέπει να υποστούν αυξημένη εποπτεία και πιθανόν δημοσιονομικά μέτρα μεσοπρόθεσμα. Αυτό αναγράφεται ξεκάθαρα στις αποφάσεις του Eurogroup και στα νομικά έγγραφα που συνοδεύουν τις νέες πιστοληπτικές γραμμές του ESM, που ονομάζονται μεν Pandemic Crisis Support (PCS) αλλά οι όροι παραμένουν οι «παλιοί».
Λέει η απόφαση:
1. «Συμφωνήσαμε σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τους τυποποιημένους όρους της Υποστήριξης Πανδημικής Κρίσης (PCS), που διατίθενται σε όλα τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ για τo 2% του ΑΕΠ από τα τέλη του 2019, ως σημείου αναφοράς, για την υποστήριξη της εγχώριας χρηματοδότησης όσον αφορά τα άμεσα και έμμεσα κόστη υγειονομικής περίθαλψης, θεραπείας και πρόληψης λόγω της κρίσης Covid-19. Χαιρετίσαμε επίσης τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις των θεσμικών οργάνων σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, τις χρηματοδοτικές ανάγκες, τους κινδύνους χρηματοοικονομικής σταθερότητας, καθώς και τα κριτήρια επιλεξιμότητας για πρόσβαση σε αυτό το μέσο. Συμφωνούμε με την άποψη των θεσμικών οργάνων ότι όλα τα μέλη του ESM πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για να λάβουν υποστήριξη στο πλαίσιο της Υποστήριξης Πανδημικής Κρίσης. Με την επιφύλαξη της ολοκλήρωσης των εθνικών διαδικασιών, αναμένουμε από το Διοικητικό Συμβούλιο του ESM να εγκρίνει ψήφισμα που θα επιβεβαιώνει αυτό πολύ πριν από την 1η Ιουνίου 2020. Θα τηρηθούν οι διατάξεις της Συνθήκης του ESM».
Το Eurogroup, για να λάβει αυτή την απόφαση, βασίστηκε πάνω στις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν, που ήδη αναθεωρήθηκαν τον Οκτώβριο του 2020. Η ίδια η Κομισιόν αναφέρει ότι αυτή τη στιγμή «βαδίζει στα τυφλά», χωρίς να γνωρίζει τις συνέπειες του κορωνοϊού. Επίσης το Eurogroup βάσισε την απόφασή του πάνω στο ΑΕΠ κάθε χώρας στο τέλος του 2019, πριν δηλαδή τον κορωνοϊό.
2. «Συμφωνούμε ότι η παρακολούθηση (monitoring) και η επιτήρηση (surveillance) θα πρέπει να είναι ανάλογες με τη φύση του συμμετρικού σοκ που προκαλείται από την Covid-19 και να είναι ανάλογη με τα χαρακτηριστικά και τη χρήση της Υποστήριξης Πανδημικής Κρίσης, σύμφωνα με το πλαίσιο της ΕΕ [1] και τη σχετική κατευθυντήρια γραμμή του ESM».
Με άλλα λόγια, εάν το συμμετρικό σοκ από τον κορωνοϊό είναι μεγαλύτερο, βαθύτερο και έχει περισσότερη διάρκεια σε μια χώρα που έχει πάρει δάνειο, τότε αντίστοιχο θα είναι και το «σφίξιμο» στην παρακολούθηση και την επιτήρηση.
Να σημειωθεί επίσης ότι στο κείμενο αναγράφονται δύο φράσεις: «monitoring» και «surveillance». Η πρώτη λέξη, «παρακολούθηση», αφορά τους μηχανισμούς παρακολούθησης των προϋπολογισμών από την Κομισιόν. Η δεύτερη λέξη, «εποπτεία», αφορά τους μηχανισμούς παρακολούθησης του ESM στις γραμμές στήριξης του ECCL (στην περίπτωση των κορωνοδανείων). Με δεδομένο ότι το ΔΣ του ESM απαρτίζεται από τους υπουργούς του Eurogroup, τότε ο Βορράς θα έχει λόγο στους όρους, στα δάνεια και στην εποπτεία.
3.«Κατόπιν πρότασης του Διευθύνοντος Συμβούλου του ESM, το Διοικητικό Συμβούλιο του ESM μπορεί να αποφασίσει με αμοιβαία συμφωνία να προσαρμόσει αυτή την προθεσμία (2022). Η πρόταση του Διευθύνοντος Συμβούλου θα βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία σχετικά με την πορεία της κρίσης. Στη συνέχεια, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ θα εξακολουθήσουν να δεσμεύονται για την ενίσχυση των οικονομικών και χρηματοοικονομικών θεμελιωδών αρχών, σύμφωνα με τα οικονομικά και δημοσιονομικά πλαίσια συντονισμού και εποπτείας της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ευελιξίας που εφαρμόζουν τα αρμόδια όργανα της ΕΕ».
Όταν λήφθηκαν αυτές οι αποφάσεις, ο Βορράς επέμεινε ότι ο χρονικός ορίζοντας της «λήξης» τους συναγερμού από την Covid-19 είναι το τέλος του 2022. Προφανώς, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο χρονικός ορίζοντας του 2023 είναι πολύ «λίγος» και συνεπώς θα πρέπει οι διορίες να παραταθούν.