Ισχυρά επιχειρήματα στην κυβερνητική πρωτοβουλία για δραστικές παρεμβάσεις στους τομείς όχι μόνο της κοινωνικής ασφάλισης με αιχμή την κεφαλαιοποίηση των επικουρικών συντάξεων αλλά και στον «εξορθολογισμό» κοινωνικών επιδομάτων, μέσα από την ενοποίηση των περισσότερων εξ αυτών, παρέχει η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τις κοινωνικές δαπάνες. Σύμφωνα με αυτήν, η χώρα μας, αν και δαπανά σημαντικά πάνω από το μέσο όρο των χωρών που συμμετέχουν στον Οργανισμό, ήτοι το 24% του ΑΕΠ έναντι 19,9% στον ΟΟΣΑ, για κοινωνικές δαπάνες, η μερίδα του λέοντος, ήτοι το 15,5% του ΑΕΠ, πάει για τις συντάξεις.
Η έκθεση δείχνει ότι η Ελλάδα χρειάζεται να διανύσει πολύ δρόμο ακόμη για να εξελιχθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας σε ένα ολοκληρωμένο κράτος πρόνοιας.
Αναλυτικά, οι κοινωνικές δαπάνες στη χώρα μας βρίσκονται κοντά στο μέσο όρο των κρατών μελών του Οργανισμού, ήτοι στο 24% (στοιχεία 2019) του ΑΕΠ, έναντι 19,9% στον ΟΟΣΑ. Όμως, η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία έχουν το υψηλότερο ποσοστό δημόσιων συνταξιοδοτικών δαπανών, 15,5% και 15,6% αντίστοιχα, με τη χώρα μας να καταγράφει ένα ακόμη αρνητικό ρεκόρ, διαθέτοντας και το χαμηλότερο ποσοστό κοινωνικών δαπανών εκτός των παροχών υγείας, σε είδος (0,4% του ΑΕΠ).
Στην πράξη, η Ελλάδα ακόμη και μετά τις δραστικές περικοπές των μνημονιακών χρόνων και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, διατήρησε υψηλά τις δαπάνες για συντάξεις, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα των πολιτών, και κυρίως των ευάλωτων ομάδων που ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό της χώρας, να έχουν πρόσβαση σε δράσεις και παροχές κοινωνικής υποστήριξης. Το πρόβλημα αναμένεται μεγαλύτερο, με την πάροδο των ετών και την δραματική γήρανση του πληθυσμού, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι το δημογραφικό θα ασκήσει πιέσεις για αύξηση των κοινωνικών δαπανών, κυρίως προς το σκέλος της υγειονομικής περίθαλψης και της εισοδηματικής στήριξης των συνταξιούχων.
Βέβαια, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του, η πανδημία COVID-19 αναμένεται να οδηγήσει όχι μόνο τη χώρα μας αλλά και όλες της χώρες μέλη του, σε σημαντική αύξηση των κοινωνικών δαπανών καθώς οι απαιτήσεις για συστήματα υγειονομικής περίθαλψης έχουν προφανώς αυξηθεί κι έχει τεθεί σε εφαρμογή ή έχει επεκταθεί ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ενισχύσεων για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Η έκθεση δείχνει ότι για μια ακόμη χρονιά (τα διαθέσιμα στοιχεία για τις περισσότερες χώρες αφορούν το 2017) οι κοινωνικές δαπάνες στη χώρα μας παραμένουν πέριξ του 24% (συγκεκριμένα 24,7% το 2017 έναντι 25,4% το 2015 και 24,8% το 2010) με την κρατική χρηματοδότηση στις συντάξεις να λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Αναλυτικά, το 15,5% των δαπανών του δημοσίου για κοινωνική προστασία πηγαίνει στις συντάξεις, έναντι 7,8% στον ΟΟΣΑ, 13,6% στην Γαλλία και 12,7% του ΑΕΠ στην Πορτογαλία.
Σύμφωνα με τους μελετητές, οι υψηλές δημόσιες δαπάνες για συντάξεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στις σχετικά χαμηλές πραγματικές ηλικίες συνταξιοδότησης, στις σχετικά υψηλές συντάξεις ή ακόμη και στην αντίστοιχα σχετικά χαμηλές δαπάνες ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.
Το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών που κατευθύνεται στον ενεργό πληθυσμό, ήτοι σε άτομα που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας, είναι 3,8% του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ να είναι επίσης 3,7%, στη Γαλλία 5,3%, στην Ιταλία 4% και στην Πορτογαλία 3,3%.
Για την υγεία, στη χώρα μας οι δημόσιες δαπάνες σε είδος ανέρχονται σε 4,8% και απομένει άλλο μόλις 0,4% του ΑΕΠ που κατευθύνεται σε κοινωνικές δαπάνες σε υπηρεσίες εκτός υγείας. Τα αντίστοιχα ποσοστά στον ΟΟΣΑ είναι κατά μέσο όρο, 5,6% και 2,3% αντίστοιχα, στη Γαλλία 5,8% και 2,8%, στην Ιταλία 6,4% και 1,1% και στην Πορτογαλία 5,7% και 0,5% αντίστοιχα. Η Ελλάδα «πετυχαίνει» έτσι, ένα ακόμη αρνητικό ρεκόρ, καθώς οι δαπάνες πλην της υγείας σε είδος μόλις που αγγίζουν το 0,4% του ΑΕΠ.
Η αδυναμία της Ελλάδος να αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος, με δομές και παροχές που θα στηρίζουν τις πραγματικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες παράλληλα με τις χρόνιες παθογένειες του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος που «φωτογραφίζονται» στην έκθεση του ΟΟΣΑ, αποτελούν επιχειρήματα και των ειδικών της ομάδας του καθηγητή Χριστόφορου Πισσαρίδη, στην πρόσφατη έκθεση για την Ελληνική Οικονομία. Με βάση αυτή τη διαπίστωση άλλωστε, προτείνουν μεταξύ άλλων την ριζική αναδιάρθρωση των επιδομάτων στη χώρα μας, ώστε να είναι αποτελεσματικότερα και δικαιότερα αλλά και την εισαγωγή ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στην κοινωνική ασφάλιση μέσω της μεταρρύθμισης των επικουρικών συντάξεων.