Αύξηση κατά 30% θα μπορούσαν να καταγράφουν οι ελληνικές εξαγωγές τα επόμενα χρόνια, αν το διοικητικό κόστος - το οποίο είναι παράλογο - μειωνόταν κατά ήμισυ. Αυτό αναφέρεται στην έκθεση Πισσαρίδη, η οποία καταθέτει τρεις «δέσμες» συστάσεων για την αύξηση των εξαγωγών, ώστε από το 37,2% που συμβάλουν σήμερα στο ΑΕΠ να ανέλθουν στο 50% έως το 2030.
Ωστόσο, ακόμα και αν επιτευχθεί ο εν λόγω στόχος, οι εξωστρεφείς επιδόσεις της χώρας, θα απέχουν κατά πολύ από το μέσο όρο των 9 συγκρίσιμων βάσει πληθυσμού χωρών της ΕΕ (ΕΕ- 9:Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Δανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Σουηδία) ο οποίος σήμερα είναι στο 65,5%.
Πέραν όμως των πολιτικών παρεμβάσεων, εκτιμάται ότι χρειάζονται και επενδύσεις ύψους 65 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία. Για να επιτευχθεί μια τόσο σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκθεση, απαιτείται πολύπλευρη και συστηματική προσπάθεια σε τρεις, κυρίως, άξονες:
- Πρώτον, η ελληνική οικονομία πρέπει να γίνει περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική.
- Δεύτερον, περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα και το μείγμα των εξαγόμενων προϊόντων πρέπει να διευρυνθεί.
- Τρίτον, το διοικητικό κόστος του εξάγειν πρέπει να μειωθεί.
Αύξηση της παραγωγικότητας
Σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη, η παραγωγικότητα της εργασίας μπορεί να ενισχυθεί με δύο βασικούς τρόπους. Πρώτον, με οριζόντιες παρεμβάσεις στην οικονομία, οι οποίες θα ενισχύσουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και δεύτερον, με την αύξηση των επενδύσεων, ιδίως στους κλάδους παραγωγής προϊόντων οι οποίοι είναι εντάσεως κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πάγιο κεφάλαιο (πλην κατοικιών) ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα είναι περίπου το μισό από ό,τι στις χώρες ΕΕ-19 και ότι η αναλογία αυτή μειώθηκε κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στην κρίση λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων. Η αντιστροφή αυτής της εξέλιξης απαιτεί την παροχή κινήτρων για επενδύσεις και την ευρύτερη βελτίωση της χρηματοδότησης.
Με βάση οικονομικό υπόδειγμα που αναλύεται στην έκθεση, υπολογίζεται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας πρέπει να αυξηθεί ετησίως και μέχρι το 2030 κατά 3,3% στον κλάδο των αγροτικών προϊόντων, τροφίμων και πρώτων υλών, κατά 2,2% στον κλάδο των πετρελαιοειδών και κατά 5,2% στον κλάδο των βιομηχανικών προϊόντων.
Βάσει της εμπειρίας των προηγούμενων δεκαετιών, εκτιμάται ότι οι στόχοι αυτοί είναι εφικτοί: την περίοδο 1995-2002 η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ήταν 4,4% στον κλάδο των αγροτικών προϊόντων, τροφίμων και πρώτων υλών και 3,1% στον κλάδο των πετρελαιοειδών. Στον κλάδο των βιομηχανικών προϊόντων ήταν 2,9%, αλλά κατά την περίοδο 2002-2008 αυξήθηκε στο 4,6%. Στους κλάδους παραγωγής προϊόντων εκτιμάται ότι το ήμισυ της αύξησης της παραγωγικότητας θα προέλθει από οριζόντιες μεταρρυθμίσεις και το υπόλοιπο από την εμβάθυνση κεφαλαίου, δηλαδή τις επενδύσεις.
Χρειάζονται επενδύσεις 65 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με την έκθεση, υπολογίζεται ότι την επόμενη δεκαετία απαιτούνται 65 δισ. ευρώ επενδύσεων συνολικά στους κλάδους εξαγωγών προϊόντων για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα: 30 δισ. ευρώ στον κλάδο αγροτικών προϊόντων, τροφίμων και πρώτων υλών, 11 δισ. ευρώ στον κλάδο των πετρελαιοειδών και 24 δισ. ευρώ στον κλάδο των βιομηχανικών προϊόντων.
Με βάση την σημερινή πορεία, μόνο ο κλάδος των πετρελαιοειδών επενδύει επαρκώς για την επίτευξη αυτών των στόχων, ενώ ο ρυθμός των επενδύσεων πρέπει να αυξηθεί κατά 20% στα αγροτικά προϊόντα, τρόφιμα και πρώτες ύλες και κατά 45% στα βιομηχανικά προϊόντα, τρόφιμα και πρώτες ύλες και κατά 45% στα βιομηχανικά προϊόντα.
Διεύρυνση εξαγωγικής δραστηριότητας
Η εξαγωγική δραστηριότητα είναι συχνά μια απαιτητική και δύσκολη διαδικασία, ακόμα και για τις επιχειρήσεις με υψηλή παραγωγικότητα, αναφέρεται στην έκθεση. Προϋποθέτει την υπέρβαση πολλών εμποδίων, τα οποία αφορούν την πληροφόρηση (π.χ. έρευνα αγοράς στο εξωτερικό, διαφήμιση προϊόντος, εύρεση εμπορικών εταίρων και διανομέων προϊόντος), την εύρεση χρηματοδότησης (π.χ. κεφάλαια κίνησης, εμπορική ασφάλιση) καθώς και τις δυσλειτουργίες της Δημόσιας Διοίκησης (π.χ. τελωνεία, επιστροφή ΦΠΑ).
Η υπέρβαση των εμποδίων αυτών είναι δυσχερέστερη για τις μικρές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που προσπαθούν να εξάγουν νέα προϊόντα, για τα οποία πρέπει να βρουν νέες αγορές. Δεν είναι τυχαίο το σταθερό εύρημα της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας ότι σε όλες τις χώρες οι εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες, κατά μέσο όρο, από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται μόνο εγχώρια.
Δύο δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται να δυσχεράνουν την ταχεία αύξηση των εξαγωγών, και κάνουν επιτακτικό τον σχεδιασμό κατάλληλων δημόσιων πολιτικών.
Πρώτον, η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρές επιχειρήσεις (με λιγότερους από 50 εργαζόμενους). Το 2017 οι μικρές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν τα τρία τέταρτα της απασχόλησης και το 55% της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Αυτό το χαρακτηριστικό εμφανίζεται και στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι μικρότερες και κάνουν εξαγωγές χαμηλότερης αξίας από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Για παράδειγμα, η μέση αξία εξαγωγών των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων το 2017 ήταν 2,2 ευρώ εκατ. έναντι άνω των 8 εκατ ευρώ. για τις χώρες της ΕΕ-9.
Δεύτερον, η ελληνική οικονομία έχει περιορισμένη εξαγωγική βάση, ιδίως στις σημαντικές κατηγορίες βιομηχανικών προϊόντων «μηχανήματα και οχήματα» και «διάφορα βιομηχανικά είδη». Για αυτό το λόγο, σχεδόν το σύνολο της αύξησης των εξαγωγών στις κατηγορίες αυτές το 2013-2018 έγινε σε προϊόντα στα οποία το 2013 η Ελλάδα δεν είχε έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, ενώ στην Πορτογαλία (όπου οι συγκεκριμένοι κλάδοι είναι περισσότερο αναπτυγμένοι) το 85% της αύξησης εξαγωγών ήταν σε προϊόντα με έντονη πρότερη εξαγωγική δραστηριότητα -- και η αξία των επιπλέον εξαγωγών ήταν τετραπλάσια.
Η άλλη πλευρά αυτών των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας είναι ότι παρεμβάσεις οι οποίες θα μπορέσουν να αμβλύνουν αυτές τις δυσκολίες έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση εξαγωγών απελευθερώνοντας το δυναμισμό που χαρακτηρίζει πολλές από τις μικρές επιχειρήσεις.
Οι δημόσιοι Οργανισμοί Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε νέα προϊόντα, κυρίως όσον αφορά τη μείωση των εμποδίων πληροφόρησης.
Οι ΟΠΕ μπορούν να διευκολύνουν την προώθηση ελληνικών προϊόντων μέσω της διαφήμισης και της συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις, δραστηριότητες τις οποίες ο οργανισμός “Enterprise Greece” (υπό το Υπουργείο Εξωτερικών) πραγματοποιεί ήδη για ορισμένα προϊόντα. Οι διεθνώς επιτυχημένοι ΟΠΕ παρέχουν πρόσθετη υποστήριξη, όπως παροχή πληροφοριών και ανάλυσης για συγκεκριμένες αγορές, και βοήθεια εξεύρεσης δυνητικών διανομέων και εμπορικών εταίρων. Οι οργανισμοί αυτοί συχνά εξατομικεύονται στις ανάγκες κάθε επιχείρησης και απαιτούν σημαντική τεχνογνωσία. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι η στήριξη αυτής της μορφής αυξάνει την πιθανότητα των επιχειρήσεων να εξάγουν καθώς και την αξία των εξαγωγών. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα αυτής της στήριξης είναι μεγαλύτερη για τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους και ειδικά για εκείνες που εξάγουν για πρώτη φορά ή εξάγουν ένα νέο προϊόν, το οποίο είναι ακριβώς το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία.
Ενώ ένας ΟΠΕ που προσφέρει αυτό το φάσμα υπηρεσιών απαιτεί σημαντικές δαπάνες (π.χ. το Συμβούλιο Εμπορίου της Δανίας έχει ετήσιο προϋπολογισμό €60 εκατ. και απασχολεί 75 άτομα στη Δανία και άλλα 230 άτομα σε πρεσβείες και προξενεία στο εξωτερικό), η ανάλυση κόστους-οφέλους είναι θετική (στη Δανία το κέρδος στην προστιθέμενη αξία των νέων εξαγωγών είναι τρεις φορές υψηλότερο από το άμεσο κόστος της προώθησης εξαγωγών). Αυτό μπορεί να ισχύσει ακόμα περισσότερο για την Ελλάδα όπου οι περισσότεροι δυνητικοί εξαγωγείς είναι μικρού ή μεσαίου μεγέθους και, επομένως, η ζήτηση για τέτοιες υπηρεσίες θα είναι πολύ ισχυρή.
Μείωση διοικητικού κόστους
Το διοικητικό κόστος των εξαγωγών είναι ιδιαιτέρως υψηλό στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει ότι η ολοκλήρωση των τελωνειακών και άλλων ελέγχων για μια αποστολή προϊόντος από την Ελλάδα χρειάζεται 24 ώρες το 2019, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 7,5 ώρες. Επιπλέον, το κόστος των διαδικασιών αυτών ανά φορτίο υπολογίζεται στα 300 δολάρια έναντι 80 δολαρίων για την ΕΕ.
Η μείωση του διοικητικού βάρους των εξαγωγών απαιτεί αλλαγές οι οποίες έχουν προσδιοριστεί σε πολλές έρευνες του ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάποιες από τις οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης του συστήματος “Single Window” για τις εξαγωγές και της επιτάχυνσης των επιστροφών ΦΠΑ προς τους εξαγωγείς.
Χρησιμοποιώντας το οικονομικό υπόδειγμα διεθνούς εμπορίου, υπολογίζεται ότι η μείωση του διοικητικού κόστους κατά το ήμισυ θα οδηγήσει στην αύξηση των εξαγωγών κατά 30%, επειδή οι εξαγωγές θα γίνουν περισσότερο προσοδοφόρες, και την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος κατά 4%, λόγω του αυξημένου βαθμού εξειδίκευσης η οποία θα επιτευχθεί.
Οι υπολογισμοί αυτοί έχουν, φυσικά, κάποιο βαθμό αβεβαιότητας, αλλά αναδεικνύουν ότι το κόστος των διοικητικών βαρών είναι πολύ σημαντικό, κυρίως προς τον εξωστρεφή τομέα της οικονομίας, και αχρείαστο, με βάση τη σύγκριση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σημειώνεται στην έκθεση.