Σχεδόν δεκαπέντε μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας και με τη χώρα να στήνει άμυνες απέναντι σε ένα νέο κύμα πανδημίας και οικονομικής δυσπραγίας, στο Μέγαρο Μαξίμου επιχειρούν να κρατήσουν ζωντανή την όποια διάθεση μεταρρυθμίσεων διατηρεί το κυβερνητικό σχήμα.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για την επένδυση της Microsoft, η (νέα) κινητικότητα σε Ελληνικό και κάποιους διαγωνισμούς του ΤΑΙΠΕΔ, η επικείμενη έναρξη της διαδικασίας πώλησης των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά συμβάλλουν στην τόνωση του κλίματος στην αγορά.
Όμως, με ορισμένους υπουργούς να έχουν βρεθεί «κάτω από το κάρο» στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις έκτακτες συνθήκες και κάποιους άλλους να περιορίζονται στις εξαγγελίες διορισμών ή σε διαμάχες «για τη σφραγίδα», το Μέγαρο Μαξίμου φρόντισε μετά το πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο να δημοσιοποιήσει «τη δυσαρέσκειά του». Εσπευσε, επίσης, να κυκλοφορήσει και μια λίστα με τα σχέδια νόμου που ετοιμάζει για το επόμενο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διαβεβαιώσει την αγορά και τους πολίτες πως διατηρεί τη διάθεση για σοβαρές αλλαγές στη χώρα.
Στο επιτελείο του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη διακρίνουν, πάντως, πως αρκετοί υπουργοί έχουν περάσει, πιθανώς και υπό το βάρος των ειδικών συνθηκών που προκαλεί η πανδημία, σε μια διαχειριστική λογική. Αποφεύγουν, με διάφορες αφορμές, να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις, ακόμα και περιορισμένου πολιτικού κόστους.
Όσο για τις ελπίδες του πρωθυπουργού πως ορισμένοι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, με τεχνοκρατικό προφίλ, θα σύρουν το κάρο των αλλαγών, ούτε και εκεί η εικόνα είναι ευχάριστη. Κάποιοι από τους συγκεκριμένους υπουργούς αντί για τη μεταρρυθμιστική ατζέντα προωθούν την προσωπική τους στρατηγική, γιατί έχουν άγχος αν στις επόμενες εκλογές θα μπουν στη Βουλή. Μεταξύ αυτών αναφέρεται και το παράδειγμα υφυπουργού ο οποίος προ ημερών επιχείρησε να προσλάβει πρώην παίκτρια τηλεοπτικού reality ως σύμβουλο δημοσιότητας!
Στο Μέγαρο Μαξίμου κατανοούν πως ακόμα και οι ελάχιστοι υπουργοί που παραμένουν πιστοί στην ανάγκη γρήγορων αλλαγών βρίσκονται αντιμέτωποι με ομολόγους τους που δεν έχουν την ίδια διάθεση. Ακόμα και εντός ορισμένων υπουργείων έχουν δημιουργηθεί εστίες διαμάχης μεταξύ υπουργών, υφυπουργών και γενικών γραμματέων. Φιλόδοξοι ή αρκετά δραστήριοι γενικοί γραμματείς σκοντάφτουν είτε στον προϊστάμενο υπουργό είτε σε άλλους υπουργούς που πρέπει να συναποφασίσουν για σοβαρά ζητήματα.
Ενίοτε η κυβέρνηση διστάζει να αντιμετωπίσει υπηρεσιακά στελέχη του δημοσίου που επιδιώκουν τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης ή δεν βιάζονται για τη βελτίωσή της. Αναφέρεται το παράδειγμα του υπουργείου Υγείας, όπου «μπλοκάρονται τα πάντα», όπως προκύπτει και από συζητήσεις των τελευταίων μηνών για σειρά αλλαγές.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα καταγράφονται, πάντως, και κυβερνητικά στελέχη που κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους ώστε να υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στη λειτουργία του δημοσίου, στη νομοθεσία και άλλα μέτωπα. Στελέχη που παρακολουθούν την κυβερνητική προσπάθεια συγκαταλέγουν σε αυτή τη μικρή λίστα τον υφυπουργό Οικονομικών Θ. Σκυλακάκη, τον υφυπουργό Εσωτερικών Θ. Λιβάνιο, τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κ. Πιερρακάκη και άλλους.
Αντίθετα επισημαίνουν τις συνεχείς εξαγγελίες αυξήσεων συντάξεων, από εβδομαδιαία εκπομπή, με τις οποίες ασχολείται κυρίως ο υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης, τις περιορισμένες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στο υπουργείο Ανάπτυξης που οδήγησαν και στην πρόσφατη αναβάθμιση του κ. Ν. Παπαθανάση, τις καθυστερήσεις στις θεσμικές αλλαγές στους διαγωνισμούς από το υπουργείο Υποδομών, κ.α. «Ο κατάλογος όσων δεν δείχνουν να πτοούνται από το σύστημα παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου, που λειτουργεί ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Ακης Σκέρτσος, είναι μακρύς», λένε οι άνθρωποι της αγοράς.
Από το Μέγαρο Μαξίμου ζητούν, όπως προκύπτει και από τις διαρροές μετά το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο, «να δουν φως για πραγματικές μεταρρυθμίσεις σε πολλά υπουργεία». Ζητούν, επίσης, βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ υπουργείων, ώστε να προχωρήσουν ορισμένες αλλαγές. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ρίχνει το βάρος του σε ορισμένες αλλαγές που θεωρεί πως πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα, όπως, για παράδειγμα, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και η ψηφιοποίηση στους τομείς της δικαιοσύνης και της υγείας.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρας φαίνεται πως έχει κατανοήσει ότι τα έργα τεχνολογικής αναβάθμισης έχουν παγώσει εδώ και δεκαετίες, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τα υπηρεσιακά στελέχη, αλλά και διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες.
Το στοίχημα όσων πιστεύουν ακόμα στην ανάγκη μεγάλων, άμεσων αλλαγών είναι να πείσουν ορισμένους υπουργούς να βάλουν ψηλά στην ατζέντα πρωτοβουλίες, όπως τα έργα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, που έχουν κύκλο μεγαλύτερο μιας υπουργικής θητείας ή μιας τετραετίας.
Να τους πείσουν, επίσης, να συνεργαστούν στενότερα με ομολόγους τους, ώστε να επιταχυνθεί η ωρίμανση έργων και άλλων πρωτοβουλιών που μπορούν να ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης ή στο σχέδιο ψηφιακής διακυβέρνησης. Πρόκειται για διαγωνισμούς που χρειάζονται μήνες ή και χρόνια μέχρι να ολοκληρωθούν. Έτσι ο πειρασμός για ενασχόληση με διορισμούς, ενίοτε αχρείαστες ή κακοσχεδιασμένες (όπως αποδείχθηκε με το σχέδιο για δωρεάν μάσκες στα σχολεία) κρατικές προμήθειες είναι μεγάλος για τους υπουργούς.
Όπως φαίνεται, και όσο το επιτρέπουν οι έκτακτες συνθήκες λόγω πανδημίας, γίνεται νέα προσπάθεια από το Μαξίμου ώστε να ενεργοποιηθούν όσοι υπουργοί έχασαν τους τελευταίους μήνες τον βηματισμό τους στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων. Από τον βαθμό επιτυχίας αυτής της προσπάθειας θα εξαρτηθεί και η «βαθμολογία» που θα δώσουν οι επενδυτές και η αγορά στην κυβέρνηση, όταν, το επόμενο καλοκαίρι, φτάσει στα μισά της θητείας της.