Με πρωτογενές έλλειμμα στο 5,8% του ΑΕΠ (και βλέπουμε), ύφεση 9%, υπό την παραδοχή πως η ισχύς των περιοριστικών μέτρων θα είναι φθίνουσα σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας, και ανεργία κοντά στο 20% θα κλείσει το 2020 για την ελληνική οικονομία ενώ η επαναφορά του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019 δεν αναμένεται πριν το 2022.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των θεσμών όπως καταγράφονται στην έβδομη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, ο πήχης της ανάπτυξης τοποθετείται στο 6%, με τα κατάλοιπα της πανδημίας σημαντικά. Όλες οι προβλέψεις ενσωματώνουν ισχυρό βαθμό αβεβαιότητας καθώς εκτός από την πανδημία, η ελληνική οικονομία πιέζεται (και δημοσιονομικά) παράλληλα από το μεταναστευτικό και γεωπολιτικές εντάσεις, οι οποίες υπογραμμίζονται στην έκθεση.
Η γενική «βαθμολογία» των θεσμών όσον αφορά την τήρηση των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων από την κυβέρνηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, δεδομένων των συνθηκών, σχετικά καλή. Η ισχυρότερη παρατήρηση σχετίζεται με τις καθυστερήσεις στη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου και κυρίως στην αύξηση των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης.
Στην έκθεση σημειώνεται η «απροσδόκητη αύξηση των εκκρεμών συντάξεων» σε συνδυασμό με την απώλεια του στόχου συρρίκνωσης των ληξιπρόθεσμων χρεών του δημοσίου, συνολικά. Τον Ιούνιο, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου ανέρχονταν σε 1,5 δισ. ευρώ, ποσό υψηλότερο κατά 667 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο έναντι του οποίου είχε δεσμευθεί η κυβέρνηση, με την κατάρτιση ενός συγκεκριμένου οδικού χάρτη για τον μηδενισμό αυτών των χρεών. Στο μέτωπο των εκκρεμών συντάξεων, οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευθεί για επικαιροποίηση των στόχων στο τέλος Οκτωβρίου.
Η έκθεση σημειώνει καθυστερήσεις στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και το εγχείρημα ευθυγράμμισης των αντικειμενικών αξιών ακινήτων με τις εμπορικές. Σχεδιαζόταν για το 2020, έμεινε στα χαρτιά λόγω πανδημίας, αλλά όπως προκύπτει από την έκθεση, το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να ολοκληρώσει την άσκηση έως τα μέσα του 2021.
Στα δημοσιονομικά, απουσία κανόνων και στόχων φέτος, οι θεσμοί καταγράφουν τις πιέσεις στον προϋπολογισμό και εκτιμούν πως το πρωτογενές έλλειμμα φέτος θα διαμορφωθεί στο 5,8% του ΑΕΠ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δαπάνες συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΣτΕ για τα αναδρομικά (0,8% του ΑΕΠ μόνο για το δεκάμηνο). Η εκτίμηση αυτή αναμένεται να επικαιροποιηθεί με την κατάρτιση του προσχεδίου προϋπολογισμού.
Όπως έχει ήδη φανεί από δημόσιες παρεμβάσεις εκπροσώπων των θεσμών, η ελληνική κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη τους αναφορικά με τα διάφορα πακέτα μέτρων τα οποία έχει ενεργοποιήσει και τα οποία χαρακτηρίζονται και στην έκθεση «ισορροπημένα», δεδομένων των συνθηκών, με την υπενθύμιση του προσωρινού τους χαρακτήρα.
Στις 130 σελίδες της έκθεσης, όπως είναι φυσιολογικό, η λέξη «αβεβαιότητα» αναδεικνύεται κυρίαρχη. Χαρακτηριστικά: «Η αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας και, συνεπώς, οι οικονομικές της επιπτώσεις παραμένουν εξαιρετικά υψηλές». Η αβεβαιότητα, συνεχίζει η έκθεση, σχετίζεται με την πανδημία και την εξάπλωσή της στην Ελλάδα και παγκοσμίως, μελλοντικά μέτρα που ενδέχεται να είναι απαραίτητα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και μακροχρόνιες οικονομικές επιπτώσεις λόγω περιορισμών, αλλαγής της συμπεριφοράς των καταναλωτών, πιθανών χρεοκοπιών και δυσκολιών για όσους έμειναν άνεργοι στην προσπάθεια επανένταξης στην αγορά εργασίας, ενώ ο μεγάλος τουριστικός τομέας εκθέτει την Ελλάδα σε κινδύνους που οφείλονται στην πανδημία και στην αλλαγή της ταξιδιωτικής συμπεριφοράς.
* Δείτε αναλυτικά την έκθεση στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.