Δεκάδες χιλιάδες λουκέτα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και πολλαπλάσιες απώλειες θέσεων εργασίας «προοιωνίζουν» τα στοιχεία της εξαμηνιαίας έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ, καθώς φαίνεται ότι το πλήγμα που επέφερε ο κορωνοϊός στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι συντριπτικό.
Τα απαισιόδοξα ευρήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν τους φόβους της αγοράς όχι μόνο για τα λουκέτα και την αύξηση της ανεργίας, αλλά και την εκτόξευση των κόκκινων δανείων και των οφειλών προς δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, τα συμπεράσματα της έρευνας είναι τα δεύτερα χειρότερα εντός της τελευταίας δεκαετίας, δηλαδή της περιόδου των μνημονίων, καθώς 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους κατά το επόμενο διάστημα.
Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον επιβεβαιώνεται από τις απαντήσεις των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις οποίες, η 1 στις 2 (επιχειρήσεις) αναμένει περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις του 10,7% που αναμένει βελτίωση και του 26,9% που δεν περιμένει καμία μεταβολή.
Στα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί και ότι 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις προς τις τράπεζες, επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις ενοικίου, ενώ 1 στις 5 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί: στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις (πρώην ΟΑΕΕ και ΙΚΑ), στις υποχρεώσεις προς προμηθευτές, στις υποχρεώσεις για λογαριασμούς ενέργειας και λοιπούς λογαριασμούς.
Κατακρήμνιση τζίρου
Με βάση τα ευρήματα, ο δείκτης κύκλου εργασιών των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων μετά τη σημαντική αύξηση που κατέγραψε κατά τις προηγούμενες έξι εξαμηνιαίες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ παρουσιάζει σοβαρή μείωση κατά 42,6 μονάδες και συγκεκριμένα, διαμορφώνεται στις 17,2 μονάδες έναντι 69,8 τον Ιανουάριο του 2020.
Η επίδοση αυτή είναι η δεύτερη χειρότερη που καταγράφεται τα τελευταία 10 χρόνια, καταδεικνύοντας την κατακρήμνιση του τζίρου στις ΜμΕ και συμβαδίζει επίσης με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ, σύμφωνα με τα οποία το ΑΕΠ για το 2ο τρίμηνο του 2020 μειώθηκε κατά 15,2%, που αποτελεί τη μεγαλύτερη πτώση που έχει καταγραφεί σε τριμηνιαία βάση.
Ειδικότερα, 8 στις 10 επιχειρήσεις (80,6%) δήλωσαν πως ο τζίρος τους μειώθηκε κατά το προηγούμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 5,6% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 10,8% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητος και σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ο μέσος όρος πτώσης του κύκλου εργασιών αντιστοιχεί στο 46,4% για το προηγούμενο εξάμηνο.
Ποιοι επλήγησαν βαρύτερα
Βάσει της έρευνας, τις χειρότερες επιδόσεις παρουσιάζουν οι υπηρεσίες (84,1%), έναντι του εμπορίου (79%) και της μεταποίησης (77,3%). Ωστόσο, οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο επιχειρήσεις παρουσιάζουν μικρότερη επιδείνωση (κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Σημαντικά χειρότερα είναι τα ευρήματα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη γεωγραφική περιοχή Νησιά Αιγαίου-Κρήτης σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς 9 στις 10 επιχειρήσεις (91,7%) της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής κατέγραψαν μείωση του κύκλου εργασιών.
Από την άλλη μεριά, την καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν οι νέες επιχειρήσεις (έως 5 χρόνια λειτουργίας) καθώς το ποσοστό που δήλωσε ότι μειώθηκε ο τζίρος του περιορίστηκε… στο 67,9%.
Όσον αφορά τη ζήτηση, το 75,1% δήλωσε πως κατά το προηγούμενο εξάμηνο μειώθηκε, έναντι μόλις του 7,6% που δήλωσε πως αυξήθηκε και του 10,8% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητη.
Μείωση παραγγελιών
Σχολιάζοντας την εικόνα στις παραγγελίες, το 75,1% δήλωσε πως κατά το προηγούμενο εξάμηνο μειώθηκαν, έναντι μόλις του 5,5% που δήλωσε πως αυξήθηκαν και του 15,2% που δήλωσε πως παρέμειναν αμετάβλητες. Τη μεγαλύτερη επιδείνωση καταγράφει ο τομέας του εμπορίου (77,3%) έναντι των υπηρεσιών (74,4%) και της μεταποίησης (73,2%).
Χαμηλότερη μείωση κατά 6-11 ποσοστιαίες μονάδες καταγράφουν οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο επιχειρήσεις (69,5% - επιχειρήσεις με τζίρο πάνω από 300.000 ευρώ) έναντι των μικρότερων επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη γεωγραφική περιοχή Νησιά Αιγαίου - Κρήτης εμφανίζουν χειρότερες επιδόσεις (88%) έναντι των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα (Αττική 71,3%, Βόρεια Ελλάδα 72,8% και Κεντρική Ελλάδα 76,7%).
Κάτω και η ρευστότητα
Η ρευστότητα των επιχειρήσεων το α' εξάμηνο του 2020 ακολουθεί τη σοβαρή πτώση που παρατηρείται σε όλους τους βασικούς δείκτες. Συγκεκριμένα το 78,3% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι μειώθηκε, ενώ μόλις το 5,4% δήλωσε ότι αυξήθηκε και το 15,3% ότι παρέμεινε σταθερή.
Τη χειρότερη επίδοση καταγράφει ο τομέας των υπηρεσιών (79,9%) έναντι του εμπορίου (78,7%) και της μεταποίησης (75,3%). Αντίστοιχα με τους προηγούμενους δείκτες, μικρότερη επιδείνωση καταγράφουν οι μεγαλύτερες με βάση τον τζίρο (πάνω από 300.000 ευρώ) επιχειρήσεις (71,8%) έναντι των μικρότερων επιχειρήσεων, ενώ οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή Νησιά Αιγαίου - Κρήτης καταγράφουν τη χειρότερη επίδοση καθώς σχεδόν 9 στις 10 (88,9%) δήλωσαν μείωση ρευστότητας. Και σε αυτόν τον δείκτη οι νέες επιχειρήσεις (έως 5 χρόνια λειτουργίας) καταγράφουν τη μικρότερη επιδείνωση όσον αφορά τη μείωση της ρευστότητας (67,9%).
Μείωση της απασχόλησης
Ραγδαία μείωση της απασχόλησης καταγράφεται στην αποτίμηση της έρευνας κλίματος για το α’ εξάμηνο του 2020. Συγκεκριμένα το 11,3% του συνόλου των επιχειρήσεων προχώρησε σε μείωση των θέσεων εργασίας, έναντι του 4,6% που προχώρησε σε αύξηση των θέσεων εργασίας και του 83,1% που διατήρησε τις ίδιες θέσεις απασχόλησης.
Τα ποσοστά για το αντίστοιχο περσινό διάστημα ήταν 5,8% μείωση θέσεων εργασίας, 9,9% αύξηση και 83,6% διατήρηση. Καταγράφεται δηλαδή διπλάσιο ποσοστό όσον αφορά τη μείωση των θέσεων απασχόλησης σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα και πτώση του ποσοστού των προσλήψεων.
Σύμφωνα με το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, εξετάζοντας τα ευρήματα με αναγωγή στις επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό, προκύπτει ότι το 16,9% των επιχειρήσεων αυτών προχώρησε σε μείωση του προσωπικού έναντι 6,9% που προχώρησε σε αύξηση και του 74,7% που διατήρησε το προσωπικό του σταθερό.
Στα επιμέρους στοιχεία, οι μεγαλύτερες μειώσεις προσωπικού καταγράφηκαν στις μεγαλύτερες με βάση τον αριθμό εργαζομένων επιχειρήσεις (18,75% επιχειρήσεις με πάνω από 5 άτομα προσωπικό), στις επιχειρήσεις με τζίρο από 50.000-100.000 ευρώ (16,4%), στις επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων (16,1% επιχειρήσεις με ηλικία 5-10 έτη) και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή Νησιά Αιγαίου-Κρήτης (21,3%).
Κλαδικά οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες προχώρησαν στις μεγαλύτερες μειώσεις προσωπικού (16,2%), έναντι του εμπορίου (8,3%) και της μεταποίησης (8,2%).
Μείωση και του εισοδήματος
Πέραν των προαναφερόμενων δυσμενών στοιχείων και τη μείωση της απασχόλησης που καταγράφεται λόγω της υγειονομικής κρίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται και η μείωση των εισοδημάτων που προκαλείται από την αναστολή συμβάσεων εργασίας.
Σύμφωνα με την έρευνα, περισσότερες από 4 στις 10 (43,5%) επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό ανέστειλαν συμβάσεις εργασίας κατά το προηγούμενο εξάμηνο, με το μεγαλύτερο ποσοστό να καταγράφεται στις υπηρεσίες (47,6%).
Επιπλέον, το 7,3% των επιχειρήσεων που απασχολούν προσωπικό προχώρησαν σε μετατροπή των συμβάσεων εργασίας από πλήρους σε μερικής/εκ περιτροπής απασχόληση, ενώ μόλις το 2,1% των επιχειρήσεων ακολούθησαν την αντίθετη πορεία. Τέλος, το 7,7% των επιχειρήσεων αξιοποίησε το καθεστώς της εξ αποστάσεως εργασίας (τηλεργασία).