Η Fitch επιβεβαίωσε τη σύστασή της για τη χώρα μας, η οποία υποστηρίζεται από την απάντηση της ευρωπαϊκής πολιτικής, εξηγεί η Citigroup.
Το μοντέλο αξιολόγησης της Fitch εξακολουθεί να ισχύει και δίνει στην Ελλάδα βαθμολογία ισοδύναμη με «BB +», η οποία προσαρμόζεται χαμηλότερα κατά μία βαθμίδα από την ποιοτική προσαρμογή που αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα, συμπεριλαμβανομένου του πολύ υψηλού επιπέδου NPLs.
H σταθερότητα της κυβέρνησης, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η εποικοδομητική σχέση με τους πιστωτές της ΕΕ μειώνει τους κινδύνους αστάθειας της χρηματοοικονομικής αγοράς, επισημαίνει η Fitch και σημειώνει η Citigroup με τη σειρά της.
Οι οδηγοί μιας πιθανής υποβάθμισης θα ήταν: (i) η αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, (ii) δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, (iii) διαρκές και διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Η Fitch αναγνωρίζει τον θετικό αντίκτυπο των μέτρων ευρωπαϊκής πολιτικής στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και συγκεκριμένα την περίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την ΕΚΤ στο πρόγραμμα αγορών PEPP, σε αντίθεση με τα περισσότερα προηγούμενα σχήματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, κάτι που θα επιτρέψει να αγοραστούν έως 27 δισ. ευρώ (~ 16% του ΑΕΠ) ελληνικών ομολόγων από το Ευρωσύστημα. Αυτό παρέχει μια σημαντική πρόσθετη πηγή ευέλικτης χρηματοδότησης και θα πρέπει να συμβάλει στη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και να καλύψει μέρος των χρηματοδοτικών του απαιτήσεων.
Επιπλέον, η Fitch σημείωσε ότι το πρόσφατα συμφωνηθέν σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ «μπορεί να περιορίσει την αναμενόμενη επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών, παρέχει χρηματοδότηση για ορισμένες από τις κυβερνήσεις να υποστηρίξει προγράμματα και συμβάλλει θετικά στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη. Ο αντίκτυπος του προγράμματος ανάκτησης δεν έχει ακόμη ληφθεί υπόψη στις μακροοικονομικές προβλέψεις της Fitch, η οποία αναμένει ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 7,9% το 2020 και μετά αυξάνεται κατά 5,1% το 2021. Προβλέπει το χρέος να ανέβει στο 197% του ΑΕΠ το 2020, πριν μειωθεί στο 185% το 2022. Οι ελαφρυντικοί παράγοντες για τη βιωσιμότητα του χρέους περιλαμβάνουν ένα «ουσιαστικό» ρευστό απόθεμα περιουσιακών στοιχείων (περίπου 20% του ΑΕΠ), την ευνοϊκή φύση της συντριπτικής πλειονότητας του δημόσιου χρέους που υποδηλώνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό και τη μακροχρόνια αποπληρωμή του σε 20,3 χρόνια, μεταξύ των μεγαλύτερων ανάμεσα σε όλες τις χώρες που βαθμολογεί η Fitch.
Η Citigroup σχολιάζει: «Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που επωφελούνται περισσότερο από τις τελευταίες αποφάσεις ευρωπαϊκής πολιτικής, με τη νέα ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ΕΚΤ ενώ είναι και πολύ ευνοϊκή η κατανομή για την Ελλάδα των κεφαλαίων της ΕΕ. Αυτό πρέπει να συνεχίσει να παρέχει την κύρια υποστήριξη για την ελληνική σύσταση, η οποία περιμένουμε τελικά να ξαναρχίσει την ανοδική της τάση όταν τελειώσει η πανδημία».