Η χώρα έχει πληγεί σημαντικά λιγότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες από το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19, επισημαίνει η Citigroup στη νέα μηνιαία έκθεσή της με τις προβλέψεις για την πορεία του ΑΕΠ, όπου αυξάνει και πάλι το μέγεθος της αρνητικής μεταβολής για την περίοδο 2020-2021.
Έχουν εισαχθεί μέτρα περιορισμού του lockdown και κρίνοντας από τα δεδομένα κινητικότητας της Google, οι κινήσεις των ανθρώπων ήταν λιγότερο περιορισμένες από ό,τι αλλού και η χώρα έχει ανακάμψει πιο κοντά στα κανονικά επίπεδα, εξηγεί η Citigroup, η οποία γίνεται και πάλι αισθητά πιο απαισιόδοξη για την πορεία του ΑΕΠ το 2021. Αν και προσδοκά λιγότερο απότομη ύφεση φέτος, εντούτοις βλέπει πιο παρατεταμένη αδυναμία του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2021.
Η Citi εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί στο 6,9% φέτος και θα ανακάμψει κατά 4% περίπου το 2021. Τον προηγούμενο μήνα «έβλεπε» η Citigroup την πτώση στο ΑΕΠ φέτος στο 7,8% (δηλαδή βελτίωση +0,9%) και την ανάκαμψη στο 7,3% το 2021 (ήτοι επιδείνωση για το 2021 κατά 3,3%).
Αυτό σημαίνει μια λιγότερο απότομη μείωση της δραστηριότητας το πρώτο εξάμηνο του 2020 (βλ. σχήμα 22). Πράγματι, στο πρώτο τρίμηνο το ΑΕΠ μειώθηκε κατά μόλις 1,6% σε τριμηνιαία βάση, λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 20% περίπου του ΑΕΠ, όταν λαμβάνονται υπόψη οι άμεσες και έμμεσες σχέσεις.
Με τις διεθνείς τουριστικές ροές πιθανότατα να υποστούν μεγάλης κλίμακας πτώση από την Covid-19, περισσότερο από άλλες δραστηριότητες υπηρεσιών, αναμένει από την Ελλάδα να υποφέρει μια μακρύτερη περίοδο δραστηριότητας κάτω του κανονικού, που θα εκτείνεται πιθανώς μέχρι το τέλος του έτους και μπορεί έως και το 2021.
Η ανάπτυξη της περιόδου 2022-2024 θα είναι +2,9% και +2,3% τα επόμενα δύο έτη, με την περίοδο ολόκληρη να τρέχει με δημοσιονομικά ελλείμματα. Συνολικά η Citigroup είναι πιο αισιόδοξη για φέτος αλλά πιο απαισιόδοξη για το 2021 από το consensus των εκτιμήσεων που τοποθετούν τη φετινή ύφεση στο 7,6% και την ανάπτυξη του 2021 στο 47%.
Παρά ταύτα, ο δημοσιονομικός χώρος θα παραμείνει άφθονος, παρά τα υψηλά επίπεδα χρέους. Η νίκη του συντηρητικού κόμματος με ατζέντα υπέρ των επιχειρήσεων στις γενικές εκλογές του 2019 (η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την εξουσία) υποδηλώνει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις πριν από μερικά χρόνια. Αυτό είναι πιθανό να επιτρέψει σημαντική δημοσιονομική ευελιξία στην Ελλάδα εν μέσω της κρίσης της Covid-19, παρά το γεγονός ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ξεκινά ακόμη κοντά στο 180%. Το χρέος φέτος θα εκτιναχθεί στο 198% και θα παραμείνει εκεί υψηλά στο 188% έως το 2024.
Τέλος, η Citigroup προβλέπει ότι η μελλοντική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη. Η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη παραμένει αδύναμη, απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης μέχρι στιγμής, εξηγεί η Citigroup. Η εγχώρια αποταμίευση εξακολουθεί να μην επαρκεί για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 65% από το 2007. Ο δρόμος για τη βιώσιμη ταχύτερη ανάπτυξη και τη σταθερά φθίνουσα αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ανηφορικός, καταλήγει η Citigroup.