Κίνδυνο για τους εργαζόμενους αλλά και ευθύνες για τους εργοδότες προβλέπει το εργασιακό δίκαιο, στο πλαίσιο της προστασίας της υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας.
Όπως επισημαίνει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος απέχει αυτοβούλως από τα καθήκοντά του, χωρίς να έχει διαγνωστεί ως φορέας της νόσου, τότε η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη, με επιπτώσεις στις αποδοχές του.
Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση που ο εργοδότης παραλείψει να λάβει τα αναγκαία μετρά για την αποφυγή διάδοσης της ασθένειας μεταξύ των εργαζομένων, τότε υπέχει ευθύνες απέναντι σε τυχόν νοσούντες εργαζομένους. Αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να απέχουν από την εργασία τους δια επισχέσεως, εφόσον ο εργοδότης δεν λαμβάνει τα ως άνω αναφερόμενα μέτρα.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τον έγκριτο δικηγόρο, με δεδομένο τον ρυθμό εξάπλωσης του κορωνoϊού σε διάφορες χώρες τις Ευρώπης και την εμφάνισή του στη χώρα μας, είναι αναγκαίο να γνωρίζουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες τα δικαιώματα και κυρίως τις υποχρεώσεις τους.
Η αρχή γίνεται με τη γνώση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία προβλέπει όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποφυγή και τη διάδοση του κορωνοϊού. Ενδεικτικά αναφέρει ο κ. Καρούζος, την υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο, υγειονομική παρακολούθηση, εμβολιασμό, φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενδέχεται να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο, καθώς και προσώπων που προέρχονται από περιοχές που έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου κ.α.
Η κατάσταση αυτή επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητα των ατόμων που εμπίπτουν στις συγκεκριμένες κατηγορίες, με αποτέλεσμα να τίθεται και το ζήτημα της δυνατότητας ή μη εργασίας τους. Τούτο δε διότι είναι πολύ πιθανόν άτομα τα οποία ταξίδεψαν το τελευταίο χρονικό διάστημα στην Ιταλία ή σε άλλες χώρες έξαρσης του ιού, να πρέπει να τεθούν στη λεγόμενη «καραντίνα», με σκοπό την εξέτασή τους ως φορέων της νόσου.
Τίθεται λοιπόν το ζήτημα αν ο εργοδότης έχει δικαίωμα ή και υποχρέωση να ζητήσει από εργαζόμενο, ο οποίος ενδέχεται να είναι φορέας, να απέχει από τα εργασιακά του καθήκοντα και με ποιες συνέπειες. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή προκύπτει ευλόγως το ερώτημα του αν ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει μισθό, κατά το χρονικό διάστημα που εργαζόμενος παραμένει εκτός εργασίας.
Όπως επισημαίνει ο κ. Καρούζος, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος απέχει αυτοβούλως από τα καθήκοντά του, χωρίς να έχει διαγνωστεί ως φορέας της νόσου, τότε η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη. Σε περίπτωση όμως που ένας εργαζόμενος πράγματι προσβληθεί από τον συγκεκριμένο ιό και διαγνωστεί με αυτόν, επιτρέπεται ο εργοδότης να ζητήσει τη μη προσέλευσή του στην εργασία. Η περίπτωση βέβαια αυτή αντιμετωπίζεται όπως και κάθε άλλη περίπτωση ασθένειας του εργαζομένου. Ως εκ τούτου, ο μισθωτός μπορεί να παραμένει στην οικία του και να λαμβάνει τον μισθό που αντιστοιχεί στις ημέρες απουσίας του.
Πιο περίπλοκη είναι η περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος δεν είχε μεν διαγνωστεί με τη νόσο, υπάρχουν όμως αυξημένες πιθανότητες να είναι φορέας, λόγω επαφής του με άτομα που είχαν νοσήσει ή λόγω επιστροφής του από περιοχές που έχουν παρατηρηθεί πολλά κρούσματα. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της ευρύτερης λήψης μέτρων προς αποφυγή της διάδοσης της συγκεκριμένης ασθένειας, καθώς και του καθήκοντος προνοίας με το οποίο είναι επιφορτισμένος ο εργοδότης, έχει αυτός υποχρέωση να ζητήσει από τον μισθωτό να μην προσέλθει στην εργασία του, καταβάλλοντάς του όμως τον μισθό του. Τούτο δε διότι ο εργοδότης οφείλει να μεριμνά για το περιβάλλον εργασίας και την ασφάλεια και υγιεινή των εργαζομένων που απασχολεί.
Ο εργαζόμενος δύναται φυσικά σε αυτή την περίπτωση να εκτελέσει τα καθήκοντά του από το σπίτι, εφόσον η φύση αυτών συμβιβάζεται με τον συγκεκριμένο τρόπο παροχής εργασίας. Αντιστοίχως δε ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τον μισθό του. Τη λύση αυτή πρόκρινε ήδη η Ιταλία, μιας και το ζήτημα αυτό έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στη γείτονα χώρα και ήδη αφορά μεγάλο μέρους του ενεργού εργατικού δυναμικού. Έτσι, η Ιταλία προέβη σε τροποποίηση του δικαίου της που αφορά το Smartworking και την τηλεργασία, δίνοντας τη δυνατότητα στους εργοδότες να επιβάλουν μονομερώς τον συγκεκριμένο τρόπο εργασίας, χωρίς δηλαδή ατομικές συμφωνίες.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ακόμη και σε περίπτωση που η επιχείρηση κλείσει λόγω προσβολής των εργαζομένων από το ιό, ο εργοδότης είναι καταρχήν υποχρεωμένος να αμείβει τους νοσούντες εργαζομένους. Είναι βέβαια, προφανές ότι σε μία τέτοια περίπτωση θα επέλθει μεγάλη οικονομική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, ο κ. Καρούζος εκτιμά πως θα ήταν σωστό να υπάρξει μία ειδική πρόβλεψη, όπως επί παραδείγματι μία δυνατότητα επιχορήγησης των επιχειρήσεων για τέτοιες περιπτώσεις από τον ΟΑΕΔ.
Εκτός των ανωτέρω, ο εργοδότης υποχρεούται να λάβει και όλα τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας προκειμένου να προστατέψει τους εργαζόμενούς του. Απαραίτητη είναι εν προκειμένω και η συνδρομή των ιατρών εργασίας, εφόσον απασχολούνται στις επιχειρήσεις. Ειδικότερα, ο εργοδότης πρέπει να χορηγεί τα απαραίτητα και αναγκαία μέσα προσωπικής καθαριότητας, καθώς και του περιβάλλοντος εργασίας.
Σε περίπτωση δε που ο εργοδότης παραλείψει να λάβει τα αναγκαία μετρά για την αποφυγή διάδοσης της ασθένειας μεταξύ των εργαζομένων, τότε υπέχει ευθύνες απέναντι σε τυχόν νοσούντες εργαζομένους. Παράλληλα, και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να απέχουν από την εργασία τους δια επισχέσεως, εφόσον ο εργοδότης δεν λαμβάνει τα ως άνω αναφερόμενα μέτρα.
Ιδιαιτέρως δε ευαίσθητο θέμα είναι η περίπτωση των εγκύων εργαζόμενων γυναικών, οι οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να απομακρύνονται προληπτικά από την εργασία τους, εφόσον υπάρχουν κρούσματα του συγκεκριμένου ιού.
Πρέπει δε, τέλος, να επισημανθεί ότι οι ανωτέρω υποχρεώσεις του εργοδότη δεν θέτουν ζητήματα προσβολής της προσωπικότητας των εργαζομένων και δυσμενών διακρίσεων, καθώς όλα τα παραπάνω κατατείνουν στην εξασφάλιση του γενικότερου συμφέροντος. Όπως επισημαίνει όμως ο γνωστός δικηγόρος, θα μπορούσε η κυβέρνηση να συμπληρώσει την Πράξη Νομοθετικούς Περιεχομένου, ώστε να προβλεφθούν ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με τους εργαζομένους και την απασχόληση αυτών ενόψει της εξάπλωσης της νόσου.