Με σκεπτικισμό φαίνεται πως αντιμετωπίζει η Κομισιόν την προωθούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μια πιθανή δημοσιονομική εκτροπή, εξαιτίας των δικαστικών διεκδικήσεων σε αναδρομικά ποσά συντάξεων.
Αναλυτικά, ως έναν από τους σημαντικότερους δημοσιονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα δημόσια οικονομικά της χώρας χαρακτηρίζει η Κομισιόν τις συνεχιζόμενες δικαστικές διεκδικήσεις αναδρομικών ποσών από συνταξιούχους, στη σκιά των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, το 2015 και το 2019, υπογραμμίζοντας βέβαια ότι είναι πολύ δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν.
Μάλιστα, αναφέρεται και στην πιλοτική δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη μετά από προσφυγή του δημοσίου, προκειμένου να «διασφαλίσει μια εναρμονισμένη προσέγγιση και να αποτρέψει τις αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις». Και σημειώνει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει τρία βασικά ζητήματα σχετικά με την αναδρομικότητα. Αναλυτικά, θα απαντήσει στα εξής ερωτήματα:
1. Θα μπορούσε ο αναδρομικός νόμος του 2016 να εφαρμοστεί αναδρομικά; Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση κράτησε τις υφιστάμενες συντάξεις στα επίπεδα που υπήρχαν στις 31 Δεκεμβρίου 2014, δηλαδή μετά τις περικοπές των συντάξεων που εφαρμόστηκαν το 2012. Ωστόσο, σύμφωνα με απόφαση του ΣτΕ του Ιουνίου 2015, οι συνταξιοδοτικές περικοπές του 2012 κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης, δημιουργώντας ένα «κενό» μεταξύ της απόφασης του Ιουνίου 2015 και του Μαΐου 2016, όταν τέθηκε σε ισχύ η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος.
2. Ήταν νόμιμο το γεγονός ότι ο νόμος περί συνταξιοδότησης του 2016 επανέφερε έμμεσα τις περικοπές του 2012; Όπως αναφέρθηκε, η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του Μαΐου 2016 συνέχισε να διατηρεί τις υφιστάμενες συντάξεις σε ίδια επίπεδα με αυτά που υπήρχαν μετά τις περικοπές που εφαρμόστηκαν το 2012, εφαρμόζοντας μια νέα συνταξιοδοτική συνταγή για νέες συντάξεις και έναν πλασματικό επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων. Η πιλοτική δίκη θα διευκρινίσει πιθανά αναδρομικά ποσά από την περίοδο Μαΐου 2016 έως τον επανυπολογισμό των συντάξεων τον Ιανουάριο του 2019.
3. Είναι σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι οι συνταξιούχοι που δεν είχαν υποβάλει προσφυγή πριν από την απόφαση του ΣτΕ του 2015 αποκλείονταν από την αναδρομικότητα; Και αυτό γιατί η απόφαση του ΣτΕ τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης τον Ιούνιο του 2015 και μόνο οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή μπορούν να διεκδικήσουν αναδρομικά.
Πρόσθετες δημοσιονομικές πιέσεις ενδέχεται να προκληθούν σύμφωνα με την Κομισιόν, από τις προγραμματισμένες ρυθμίσεις σχετικά με το ιδιωτικό ταμείο συμπληρωματικής συνταξιοδότησης ΛΕΠΕΤΕ της Eθνικής Tράπεζας. Σύμφωνα με το σχέδιο που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ της κυβέρνησης και της Eθνικής Τράπεζας, το κόστος μελλοντικών συντάξεων θα κατανεμηθεί μεταξύ των δύο μερών.
Το σχέδιο προβλέπει ότι θα διατεθούν περίπου 40 εκατ. ευρώ από την Εθνική Τράπεζα ετησίως μέχρι το 2030. Το υπόλοιπο κόστος θα αναληφθεί από το κράτος. Ο κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά έγκειται σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, στο γεγονός ότι εάν και όταν το κράτος θα αναλάβει επισήμως τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του συμπληρωματικού ταμείου συντάξεων της Εθνικής, αυτό θα καταγραφεί ως μεταφορά κεφαλαίου κατά το έτος της απόφασης, με αρνητικό επιπτώσεις στο υπόλοιπο της γενικής κυβέρνησης που ισούνται με την καθαρή παρούσα αξία των μελλοντικών συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Και σε αυτήν την περίπτωση, καθοριστικός είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης, καθώς είναι σε εκκρεμότητα δύο δικαστικές υποθέσεις, η μία σχετικά με τις απαιτήσεις των συνταξιούχων έναντι της τράπεζας και η άλλη σχετικά με τις απαιτήσεις της τράπεζας έναντι του κράτους.
Η προωθούμενη μεταρρύθμιση
Η έκθεση αναφέρεται και στην προωθούμενη μεταρρύθμιση, που στόχο έχει άλλωστε τη συμμόρφωση του Δημοσίου στις αποφάσεις του ΣτΕ του 2019 που αφορούσαν συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση του ΣτΕ αναμένεται να εισαχθούν αναδρομικά νέα (αυξημένα) ποσοστά αναπλήρωσης, για όσους έχουν ασφάλιση άνω των 30 ετών από την 1η Οκτωβρίου 2019. Η προσαρμογή αυτή θα εξασφαλίσει ότι τα ποσοστά αντικατάστασης για μακρά οι ασφαλιστικές περίοδοι θα είναι ελαφρώς υψηλότερες από το 50% όπως ζήτησε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Σύμφωνα με τις αναλογιστικές προβλέψεις των αρχών, οι δαπάνες πρέπει να παραμείνουν ουσιαστικά αμετάβλητες ως ποσοστό του ΑΕΠ έως το 2047. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο προβλεπόμενος αντίκτυπος των νέων μέτρων είναι κάτω από το 0,5% του ΑΕΠ. Ποσό που οι αρχές σχεδιάζουν να χρηματοδοτήσουν το σύστημα, καταργώντας την 13η πληρωμή στους συνταξιούχους που θεσμοθετήθηκε το 2019.
Βέβαια, η Κομισιόν επισημαίνει ότι το μέτρο θα οδηγήσει σε πολύ υψηλά ποσοστά μέσης αναπλήρωσης, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους έχουν μακροχρόνιες σταδιοδρομίες με εισόδημα συνταξιοδότησης ίσο ή κάτω από τον μέσο μισθό.
Η Κομισιόν αναφέρεται και στην αλλαγή στο σύστημα εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Οι αρχές σχεδιάζουν να εισαγάγουν ένα νέο σύστημα, το οποίο θα δώσει στους αυτοαπασχολούμενους την ελευθερία επιλογής μεταξύ έξι επιπέδων εισφορών που δεν σχετίζονται με το πραγματικό τους εισόδημα. Επί του παρόντος, το 80% των αυτοαπασχολούμενων καταβάλλει την ελάχιστη εισφορά των 130 ευρώ μηνιαίως, η οποία είναι μικρότερη από το προβλεπόμενο χαμηλότερο επίπεδο εισφορών (155 ευρώ ανά μήνα). Οι αρχές αναμένουν ότι περίπου το 80% των αυτοαπασχολούμενων θα επιλέξουν το χαμηλότερο επίπεδο συνεισφορών και επομένως ο δημοσιονομικός αντίκτυπος είναι πιθανό να είναι σε γενικές γραμμές ουδέτερος βραχυπρόθεσμα».
Όσον αφορά, τέλος, τις παρεμβάσεις στις επικουρικές συντάξεις με βάση πάντα τις αποφάσεις του ΣτΕ, σύμφωνα με την Κομισιόν, το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε 290 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, συν 72 εκατομμύρια ευρώ για τις αναδρομικές πληρωμές για τους τρεις τελευταίους μήνες του 2019.
Μάλιστα, επισημαίνει κάτι που δεν έχει γίνει γνωστό, κατά την διάρκεια συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή, ότι δηλαδή το μέτρο θα οδηγήσει σε συνολικό έλλειμμα του συστήματος επικουρικών συντάξεων ύψους περίπου 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2020-2024, το οποίο το υπουργείο Εργασίας σχεδιάζει να καλύψει μέσω της πώλησης μέρους των στοιχείων ενεργητικού του ΕΤΕΑΕΠ.
Αναφορά γίνεται και στο σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων με την ολοκλήρωση της ίδρυσης του ενιαίου Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης (EFKA), εντός του 2020 με την Κομισιόν να το χαρακτηρίζει ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την ψηφιοποίηση του ενιαίου ταμείου κοινωνικής ασφάλισης που θα αρχίσει να εφαρμόζεται τους επόμενους μήνες. Όσον αφορά δε, την πρόοδο των εκκρεμουσών αιτήσεων συνταξιοδότησης , η Κομισιόν αποκαλύπτει πως οι ελληνικές αρχές έχουν δηλώσει πως «έχουν χάσει τον στόχο τους για το τέλος του 2019» και δεσμεύτηκαν να λάβουν διορθωτικά μέτρα.