Βρυξέλλες, ανταπόκριση
Η ύφεση έχει χτυπήσει πλέον την πόρτα της Γερμανίας και οι πιέσεις προς το Βερολίνο να ξοδέψει περισσότερα για να επανεκκινήσει την οικονομία αυξάνονται.
Οι μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, ζητούν εδώ και ένα χρόνο μεγαλύτερη άνεση στις δαπάνες, άνευ ποινών, σε περίπτωση που υπερβούν τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Παρά το γεγονός ότι τόσο η ΕΕ όσο και η Κομισιόν σφυρίζουν αδιάφορα για την κατάσταση της οικονομίας της ευρωζώνης, οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Η ΕΚΤ κρούει για ακόμα μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου.
Έχουν περάσει ήδη δύο χρόνια από τότε που ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έλεγε επιτακτικά τόσο στους ηγέτες της ΕΕ (στοπλαίσιο Συνόδων Κορυφής) όσο και στους υπουργούς Οικονομικών (στο πλαίσιο του Eurogroup) ότι η ΕΚΤ έχει ξοδέψει σχεδόν όλα της τα «όπλα» και ότι οι κυβερνήσεις με δημοσιονομικά περιθώρια πρέπει τώρα να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να στηρίξουν την οικονομία της ΕΕ μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και τη διοχέτευση ρευστού, φωτογραφίζοντας Γερμανία και Ολλανδία.
Οι ηγέτες άκουγαν αλλά δεν έπρατταν, κυρίως λόγω εθνικής κουλτούρας αλλά και πολιτικού κόστους. Ένας συνδυασμός, όμως, με γεωπολιτικές εξελίξεις, η επιβράδυνση της ευρω-οικονομίας, το Brexit και ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας δημιούργησαν ένα μείγμα που έφερε… τον κόμπο στο χτένι.
Η εμφάνιση του κορωνοϊού έδωσε τελικά την αφορμή για να συμφωνήσει, προκαταρκτικά τουλάχιστον, το Eurogroup να χαλαρώσει τα λουριά και να επιτρέψει, υπό ορισμένες συνθήκες, την εφαρμογή μιας πιο επεκτατικής πολιτικής. Η συζήτηση, εκτός απροόπτου, μπορεί να φέρει αποτέλεσμα ακόμα και στο σημερινό Eurogroup.
Βεβαίως, παρά τις δικαιολογίες για τις επιπτώσεις του κινεζικού ιού, το ρεπορτάζ λέει ότι η απόφαση αυτή «μαγειρεύεται» εδώ και ένα χρόνο περίπου. Και αυτό γιατί οι σκληροπυρηνικές χώρες-οπαδοί της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής δεν θέλουν να ξεφύγουν από τα στενά όρια των κανόνων και να έρθουν αντιμέτωπες με την Κομισιόν, που είναι ο «φύλακας» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θέλουν να δράσουν χωρίς επιπτώσεις ή κυρώσεις.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πηγές του Euro2day.gr, οι υπουργοί Οικονομικών φαίνεται πως συμφωνούν σε αύξηση των δαπανών για επενδύσεις και αναπτυξιακές πολιτικές, σε περίπτωση οικονομικής κάμψης. Και παρά το γεγονός ότι η Κομισιόν στις ενδιάμεσες χειμερινές προβλέψεις της εξακολούθησε (για πολιτικούς λόγους) να «σφυρίζει αδιάφορα», τόσο οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ όσο και άλλων διεθνών οργανισμών δείχνουν μια ευρω-οικονομία που βάλλεται από καθοδικά ρίσκα, τα οποία δεν συνδέονται μεταξύ τους. Και αυτό είναι επικίνδυνο.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Δεν είναι η πρώτη φορά που χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία χαλαρώνουν το Σύμφωνο Σταθερότητας όπως και όσο τους βολεύει. Έχει γίνει άλλες δύο φορές τα τελευταία δέκα χρόνια, κάτι που πολλάκις παραδέχθηκε ο τότε πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή και μετά από 10 και πλέον χρόνια βαθύτατης κρίσης, η Γερμανία θέλει μεν ευνοϊκότερη μεταχείριση, όχι όμως ίδια για όλες τις χώρες. Ανά περίπτωση δηλαδή…
Το ρεπορτάζ λέει ότι μέχρι τώρα οι υπουργοί Οικονομικών του Eurogroup έχουν συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο που ορίζει ότι αν τα καθοδικά ρίσκα επιβεβαιωθούν, τότε οι δημοσιονομικές αναδιπλώσεις πρέπει να είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση, με στόχο μια πιο υποστηρικτική δημοσιονομική στάση στο σύνολο της ευρωζώνης. Πάνω σε αυτή την παράγραφο, αναμένεται να τοποθετηθούν το απόγευμα οι υπουργοί Οοικονομικών. Η όποια απόφαση θα σηματοδοτήσει μια στροφή από προηγούμενες που υπογράμμιζαν την ανάγκη για ουδέτερη δημοσιονομική στάση.
Φαινομενικά, μια τέτοια στροφή στην πολιτική, έστω και προσωρινή, θα επιτρέψει σε χώρες με δημοσιονομικό περιθώριο να εστιάσουν περισσότερο στην ανάπτυξη παρά στη δημοσιονομική σταθερότητα, χωρίς την προοπτική κυρώσεων. Η Γερμανία, για παράδειγμα, θα έχει την ευκαιρία να μειώσει τα υπερπλεονάσματά της και επιτέλους να τροφοδοτήσει με ένα γενναίο πακέτο δαπανών την οικονομία της, ώστε να αποφύγει την ύφεση.
Η Ελλάδα για ακόμα μια φορά εξαιρείται
Σε ό,τι αφορά τους κανόνες, η εμπειρία έχει δείξει ότι υπήρξαν και «καταχρήσεις», με την Κομισιόν και το Eurogroup να κάνουν τα στραβά μάτια. Γιατί; Επειδή είχαμε να κάνουμε με τις λεγόμενες δυνατές χώρες.
Η Γαλλία και η Ιταλία είναι τα πιο τρανά παραδείγματα, με την τελευταία να απολαμβάνει εδώ και χρόνια προνομιακή μεταχείριση, γιατί η ΕΕ ήθελε φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ακόμα και τώρα, που το ιταλικό δημόσιο χρέος είναι δυσθεώρητο, κανείς δεν μιλά, γιατί η ΕΕ θέλει να αποφύγει την πτώση της παρούσας κυβέρνησης (που κρέμεται από μια κλωστή) αλλά και να προκαλέσει επάνοδο του Ματέο Σαλβίνι, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Η Ελλάδα εξαιρείται από τη νέα απόφαση, γιατί βρισκόμαστε σε μεταμνημονιακό πρόγραμμα με ειδικούς όρους και στόχους. Οι χώρες με πλεονάσματα έχουν τη δικαιολογία ότι χρησιμοποιούν το «pre-emptive arm» του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ η χώρα μας βρίσκεται στον διορθωτικό βραχίονα (corrective arm).
Όμως, με την πιο πάνω απόφαση, την παραδοχή ότι χρειάζονται αναπτυξιακά μέτρα και επενδύσεις και με τη θετική ψήφο που αναμένεται να δώσει ο Χρήστος Σταϊκούρας στην απόφαση, ποιος συνάδελφός του θα μπορέσει μετά να βάλει φρένο, όρια και βέτο στις προτάσεις της Ελλάδας για χαμηλότερα πλεονάσματα και κονδύλια για επενδύσεις;
Όπως έχουμε αναφέρει, η απόφαση του Eurogroup για επεκτατική πολιτική τελεί υπό διαπραγμάτευση εδώ και περίπου ένα χρόνο. Τον ίδιο χρόνο που οι ίδιοι οι υπουργοί επιμένουν να κρατούν σφικτό το ζωνάρι για την Ελλάδα.
Εάν λοιπόν τον Ιούνιο οι πιέσεις προς τη χώρα μας συνεχιστούν και θα έχει ήδη περάσει η απόφαση του Eurogroup για επεκτατική πολιτική για τις άλλες χώρες, θα είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η Αθήνα αντιμετωπίζεται για ακόμα μια φορά με γνώμονα τις πολιτικές σκοπιμότητες που ζουν και βασιλεύουν στo Eurogroup.