Με δύο κινήσεις, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους κατάφερε όχι μόνο να κερδίσει τις «εντυπώσεις» στις αγορές αλλά και να περιορίσει τις δαπάνες τόκων του ελληνικού δημοσίου κατά περίπου 2 δισ. ευρώ.
Οι κινήσεις αυτές δεν είναι άλλες από την έκδοση 30ετούς ομολόγου, στο πλαίσιο της ανταλλαγής τίτλων με την Εθνική Τράπεζα και την έκδοση 15ετούς ομολόγου, το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου. Με το 30ετές της Εθνικής, το ελληνικό δημόσιο έγραψε στα βιβλία του κόστος 2,53%, ενώ με το δεκαπενταετές, το κόστος περιορίστηκε σε 1,911%. Μια σύγκριση αυτών των αποδόσεων, με τις παραδοχές που έχει κάνει ο ΟΔΔΗΧ στο πρόγραμμα δανεισμού του ελληνικού δημοσίου όπως δημοσιεύθηκε στο τέλος του 2019, οδηγεί σε «εξοικονομήσεις» της τάξεως του 1% του ΑΕΠ, καθώς στο διάστημα από το 2024 έως και το 2060, το μέσο επιτόκιο έχει προσδιοριστεί σε 3,7%.
Το κέρδος των περίπου 2 δισ. ευρώ στις δαπάνες τόκων μπορεί να χάνει την αίγλη του, καθώς διαχέεται σε βάθος χρόνου, δεν είναι, όμως, αμελητέος παράγοντας στη νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που εκπονούν τόσο οι θεσμοί όσο και ο ΟΔΔΗΧ σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών. Στη βάση των νέων παραδοχών για το κόστος δανεισμού του δημοσίου, αλλά και των υψηλότερων προβλέψεων για τον ρυθμό ανάπτυξης (στις 13 Φεβρουαρίου, η Κομισιόν ανεβάζει την πρόβλεψη για φέτος κοντά στο 2,5% έναντι 2,3% που εκτιμούσε τον Νοέμβριο), το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να «χτίσει» την ελληνική επιχειρηματολογία για την επιδιωκόμενη μείωση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% του ΑΕΠ σε 2%-2,5% για την περίοδο 2021-22.
Στο μέτωπο των ομολόγων, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως εάν δεν υπάρξουν δραματικές ανατροπές, είναι απλώς θέμα χρόνου η διάσπαση του 1% στην απόδοση του ελληνικού δεκαετούς τίτλου. Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, η μέση απόδοση διαμορφώθηκε στο 1,09% (στοιχεία ΟΔΔΗΧ), με το spread έναντι του γερμανικού δεκαετούς στις 149 μονάδες βάσης και έναντι του ιταλικού σε μόλις 14 μονάδες βάσης.
Ο ΟΔΔΗΧ δεν φαίνεται να βιάζεται για την επόμενη έκδοση ομολόγων, η οποία θα πρέπει να αναμένεται κάπου στο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις τόσο στις αγορές όσο και στο Eurogroup.
Στις 26 Φεβρουαρίου, το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά πως θα έχει «κερδίσει» μία ακόμα θετική έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης (της πέμπτης), ώστε στο Eurogroup του Μαρτίου, ο Χρήστος Σταϊκούρας να θέσει στο τραπέζι των ομολόγων του της ευρωζώνης τη βεντάλια διεκδικήσεων πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου, με το πρώτο «πακέτο» τριών εναλλακτικών.
Εξαίρεση δαπανών για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ύψους 200 εκατ. ευρώ από τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος, «γέφυρα» υπερπλεονασμάτων από τη μία χρήση στην επόμενη και αλλαγή χρήσης των κερδών από ANFAs και SMPs. Για το τελευταίο αίτημα, την περασμένη εβδομάδα ο κοινοτικός επίτροπος Τζεντιλόνι «έδειξε» αποφάσεις τον Ιούνιο.