OΟΣΑ: Ίσες ευκαιρίες για μείωση των ανισοτήτων και καλύτερη ποιότητα ζωής
Η κοινωνική ανισότητα αξιολογείται διεθνώς στη βάση, αφενός, δεικτών ανισοκατανομής εισοδήματος και πλούτου και, αφετέρου, πιο σύνθετων δεικτών ποιότητας ζωής σε διάφορα στρώματα του πληθυσμού με ειδικότερα χαρακτηριστικά, όπως κατηγοριοποιούνται κατά φύλο, ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο, κ.ο.κ.
Ταυτόχρονα, σημειώνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο του δελτίο για την οικονομία, χρησιμοποιούνται και δείκτες στέρησης στη βάση του ποσοστού του πληθυσμού που, σε μια σειρά από δείκτες ευημερίας, πέφτει κάτω από ένα ελάχιστο όριο ποιότητας ζωής, και που θεωρείται χαμηλό από κοινωνικής σκοπιάς, καθώς υπονομεύει την κοινωνική συνοχή.
Στη βάση, λοιπόν, και των παραπάνω δεικτών ανισοτήτων και στέρησης, και όχι μόνο της οικονομικής ανισότητας, στο σημερινό δελτίο του ΣΕΒ επιχειρείται μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του επιπέδου ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας, με στοιχεία από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, σε σχέση και με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται στο 2018 ή σε προγενέστερα χρόνια, χωρίς αυτό να μειώνει την εγκυρότητα των συμπερασμάτων, μια και τα στοιχεία ανισοτήτων και στέρησης μεταβάλλονται με πολύ αργούς ρυθμούς από χρόνο σε χρόνο. Οι ανισότητες με βάση τα διάφορα κριτήρια, αλλά και οι δείκτες στέρησης, ομαδοποιούνται κατά πόσον εμφανίζουν χαμηλή, μεσαία ή υψηλή ένταση σε σχέση με άλλες χώρες, και οι διάφορες χώρες κατατάσσονται αναλόγως του ποσοστού δεικτών που εμφανίζουν χαμηλή ανισότητα και στέρηση.
Από τις αξιολογήσεις αυτές προκύπτει ότι οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν την υψηλότερη σχετικά ποιότητα ζωής, με τις ΗΠΑ να εμφανίζουν υψηλά επίπεδα ανισοτήτων, και ιδίως ανισοτήτων στο εισόδημα και τον πλούτο, αλλά και στέρησης. Στην Ελλάδα, αν και η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου βρίσκεται στο ίδιο ή χαμηλότερο επίπεδο με τον ΟΟΣΑ, η χώρα μας κατατάσσεται σε υψηλότερα επίπεδα συνολικής ανισότητας και στέρησης σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυρίως χώρες.
Συγκεκριμένα, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του υψηλότερου 20% είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από του χαμηλότερου 20% (ενώ στον ΟΟΣΑ 5,4 φορές, στις ΗΠΑ 8,5 φορές και τη Σουηδία 4,1 φορές), και, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου (έναντι 52% στον ΟΟΣΑ και 78% στις ΗΠΑ), με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα να συμβάλει ενδεχομένως στην άμβλυνση των ανισοτήτων πλούτου.
Όσον αφορά στη σύγκριση με βάση το φύλο, η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά χαμηλές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το ίδιο συμβαίνει στη βάση της ηλικίας των ατόμων στο εργατικό δυναμικό, αν και οι ανισότητες αυξάνονται οριακά, και η ποιότητα ζωής εξασθενεί αντίστοιχα, σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Αν και σε επίπεδο σχετικών εισοδημάτων οι διαφορές είναι μικρές σε σχέση με άλλες χώρες, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών χονδρικά στις ηλικίες 20-30 ετών διαμορφώνεται στο 47% του επιπέδου των νοικοκυριών στις ηλικίες 30-50 ετών, έναντι 38% στον ΟΟΣΑ και 18% στις ΗΠΑ. Αντίστοιχα, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στις ηλικίες 50-64 ετών ανέρχεται σε 95% εκείνου στις ηλικίες 30-50 ετών, έναντι 130% στον ΟΟΣΑ και 204% στις ΗΠΑ.
Ενδεχομένως, τα μεγέθη αυτά να σηματοδοτούν την στήριξη των μικρότερων σε ηλικία από τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενεών, είτε στα πρώτα χρόνια της παραγωγικής ζωής, στήριξη των νέων ζευγαριών σε χρήμα και είδος, είτε και μετέπειτα (μέσω γονικών παροχών), με προσδοκώμενο ανταποδοτικό αντάλλαγμα την στήριξη των ηλικιωμένων από τις νεότερες γενιές.
Όσον αφορά στις ανισότητες στη βάση του επιπέδου εκπαίδευσης, όπως αναμένεται, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν υψηλότερα εισοδήματα και καθαρό πλούτο από τους απόφοιτους της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ωστόσο, ο μέσος καθαρός πλούτος των αποφοίτων δημοτικού είναι 71% του επιπέδου των αποφοίτων πανεπιστημίου (έναντι 44% στον ΟΟΣΑ και 16% στις ΗΠΑ) και, αντιστοίχως, ο μέσος καθαρός πλούτος των αποφοίτων λυκείου είναι 79% του επιπέδου των αποφοίτων πανεπιστημίου (έναντι 59% στον ΟΟΣΑ και 27% στις ΗΠΑ).
Τα μεγέθη αυτά είναι ενδεχομένως, ενδεικτικά του γεγονότος ότι ένα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αν και οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα πλούτου, δεν δημιουργεί ισοδύναμες συνθήκες δημιουργίας περιουσίας όπως στον υπόλοιπο κόσμο. Το φαινόμενο αυτό ίσως αντανακλά, πέραν της σημασίας που παίζει η αρχική περιουσιακή κατάσταση, και το γεγονός ότι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν προσφέρει ανάλογες υψηλές δεξιότητες, όπως στο εξωτερικό, αλλά και ότι οι θέσεις εργασίας στη χώρα είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αντανακλώντας το χρόνιο παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, στο θέμα των στερήσεων, η Ελλάδα καταγράφει σημαντικά υψηλότερες στερήσεις από τον υπόλοιπο κόσμο, που ενδεχομένως να αντικατοπτρίζει και την επίπτωση της μεγάλης κρίσης και ύφεσης στην ποιότητα ζωής του πληθυσμού στην Ελλάδα. Μεταξύ των σημαντικότερων στοιχείων στέρησης είναι ότι το 12,9% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικό όριο φτώχειας (έναντι 11,5% στον ΟΟΣΑ).
Επίσης, το 67% του πληθυσμού έχει ρευστότητα χαμηλότερη από το ¼ του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, που θεωρείται μαξιλάρι ικανό να συντηρήσει κάποιον που υφίσταται μια απώλεια εισοδήματος 3 μηνών (έναντι 49,3% στον ΟΟΣΑ). Τέλος, το 55,4% του πληθυσμού θεωρείται «οικονομικά ευάλωτο» (έναντι 38,9% στον ΟΟΣΑ) που, αν και δεν έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν διαθέτει σε ρευστότητα το μαξιλάρι συντήρησης των 3 μηνών, και, συνεπώς, είναι εύκολο να πέσει κάτω από το όριο φτώχειας σε περίπτωση απώλειας της εργασίας του.
Σημειώνεται ότι οι υψηλές ανισότητες και τα υψηλά επίπεδα στέρησης που καταγράφει η Ελλάδα είναι σε κάποιο βαθμό και αποτέλεσμα κοινωνικών συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, πέραν του καθολικού φαινομένου, όπου γονείς υψηλότερου εισοδηματικού και εκπαιδευτικού επιπέδου προσφέρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και πρόσβασης σε δίκτυα εκπαίδευσης, κοινωνικών γνωριμιών, κ.λπ., στην Ελλάδα οι γονείς αφιερώνουν ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στη μόρφωση των παιδιών τους.
Στηρίζουν δε ποικιλοτρόπως τα παιδιά τους για πολύ μεγαλύτερη χρονική περίοδο από την ηλικία ενηλικίωσης, με γονικές παροχές και δωρεές κατά τη φάση δημιουργίας των νέων νοικοκυριών, με τους πιο εύπορους γονείς να προσφέρουν αναλογικά πολύ περισσότερα απ’ ό,τι οι λιγότερο εύποροι. Καθώς τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας στο παρελθόν δεν ήταν αναπτυγμένα, η στήριξη των παιδιών γινόταν στο πλαίσιο μελλοντικής ανταποδοτικής στήριξης των γονέων από τα παιδιά. Επίσης, στο πλαίσιο αυτό, στην Ελλάδα περισσότερο από άλλες χώρες, είναι εντονότερο το φαινόμενο του «επιλεκτικού ζευγαρώματος», όπου ένα μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων ζευγαριών αποτελείται από συντρόφους του ίδιου περίπου εισοδηματικού επιπέδου.
Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να έχει ενταθεί κατακόρυφα στη διάρκεια της κρίσης, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά περίοδο φαίνεται, ενδεχομένως, να αποθάρρυνε την προσέγγιση συντρόφων χαμηλότερων εισοδηματικά κλιμακίων. Όλες αυτές οι πρακτικές, όμως, διαιωνίζουν τις ανισότητες, και, συνεπώς είναι σημαντικό η πολιτεία να προσφέρει αντισταθμιστικές πολιτικές που δημιουργούν ίσες ευκαιρίες για όλους, και, κυρίως, ευκαιρίες μεταξύ άλλων στην εκπαίδευση, την υγεία, και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και την πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, για να μπορέσουν και άνθρωποι που δεν διαθέτουν αρχική πριμοδότηση, να βελτιώσουν τις προοπτικές της ζωής τους στη διάρκεια του εργασιακού βίου.