To comeback της ελληνικής γούνας

Την ανασύνταξη της παραγωγής και της εμπορικής στρατηγικής του επιχειρεί ο εγχώριος κλάδος παραγωγής γούνας. Η επίπτωση από τη ρωσική αγορά και η «μάχη» επιχειρημάτων έναντι των οικολογικών οργανώσεων.

To comeback της ελληνικής γούνας

Διεξόδους ώστε να επανακτήσει μέρος των πωλήσεων του επιχειρεί ο εγχώριος κλάδος παραγωγής γούνας, ο οποίος διέρχεται μια 5ετία διαρκούς ύφεσης, φθάνοντας το 2019 να εξάγει έτοιμα και ημιτελή προιόντα συνολικής αξίας μόλις 60 εκατ.ευρώ.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Γούνας, κ.Δημήτρη Κοσμίδη, στο πλαίσιο ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στην ΕΣΕΕ (της οποίας η Ομοσπονδία είναι μέλος) η αγορά γούνας εμφανίζει χαρακτηριστική κυκλικότητα. Ειδικότερα, οι εξαγωγές το 2014- χρονιά όπου οι πωλήσεις του κλάδου κατέγραψαν τη σημαντικότερη ανάπτυξη των τελευταίων ετών- ανήλθαν στα 450 εκατ.ευρώ, πραγματοποιώντας ωστόσο «βουτιά» τα επόμενα χρόνια.

Ο ίδιος υπογραμμίζει πως η ελληνική γουνοποιία έχει περάσει αρκετές περιόδους ύφεσης, με ισχυρότερη εκείνη της εποχής 1985-1990, ωστόσο κατάφερνε να ανακάμψει και να αναπροσαρμοστεί, καταφέρνοντας έως και σήμερα να συντηρεί 1.500 επιχειρήσεις που σχετίζονται με την παραγωγή γούνας και ακόμη 1.500 ανεξάρτητους τεχνίτες. Ο κλάδος, ο οποίος εδράζεται αποκλειστικά στη Δυτική Μακεδονία, είναι πλήρως καθετοποιημένος (από την εκτροφή και την επεξεργασία, έως τη βαφή και τη ραφή γουναρικών), ενώ διατηρεί τα σκήπτρα σε ότι αφορά την ποιότητα των τελικών προιόντων.

Σημειώνεται ότι οι σημαντικότεροι πελάτες της ελληνικής γουνοποιίας – ο οποίος αποτελεί έναν κλάδο άμεσα και έμμεσα 100% εξαγωγικό- παραμένουν οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί αλλά και οι Άραβες των Εμιράτων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις γούνας έχουν επίσης αποκτήσει πρόσβαση και στην τεράστια κινεζική αγορά, η οποία αποτελεί τον ηγέτη στην παραγωγή γούνας και δερμάτων ελέγχοντας το 85% της παγκόσμιας αγοράς. “Αν και η ελληνική παραγωγή αντιπροσωπεύει μόλις το 3% της παγκόσμιας αγοράς, καταφέρνει λόγω ποιότητας και σχεδιασμού, να αποκτήσει μια έστω μικρή θέση σε μια δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά”, αναφέρει ο κ. Κοσμίδης.

Παρόλα αυτά, η υπερπαραγωγή γουναρικών τα προηγούμενα χρόνια έχει δημιουργήσει υψηλό απόθεμα στους τελικούς πελάτες με αποτέλεσμα οι ετήσιες πωλήσεις του κλάδου να σημειώνουν πτώση διεθνώς.

Σημαντική επίδραση στις εξαγωγές έχει επιφέρει επίσης το εμπάργκο της Ε.Ε. στη Ρωσία, η οποία είναι ο βασικότερος πελάτης της ελληνικής γουνοποιίας. Επιπροσθέτως η πτώση του τουριστικού ρεύματος από Ρωσία και Ουκρανία στην Ελλάδα, έχει επίσης στερήσει καταναλωτές για την εγχώρια αγορά γούνας.

Πέραν των παραπάνω, ο κλάδος έχει να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των οικολογικών οργανώσεων κατά του προιόντος, αλλά και την ευρύτερη αντίληψη πως η γούνα αποτελεί ένα πολυτελές προιόν, ένα status symbol, που αποτρέπει το μέσο καταναλωτή να πλησιάσει την αγορά της.

Σ’αυτό το πλαίσιο, η ελληνική ομοσπονδία συμπράττει με ευρωπαικές και διεθνείς οργανώσεις για την εκπόνηση δράσεων ενημέρωσης τόσο για την εκτροφή των γουνοφόρων ζώων, όσο και για τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας ολόκληρης της βιομηχανίας και του τελικού προιόντος. Σύμφωνα με τον κ.Κοσμίδη, οι συνθήκες εκτροφής στις ελληνικές μονάδες (που ανέρχονται πλέον σε 104 σε Καστοριά και Σιάτιστα) είναι πλήρως εναρμονισμένες με τις ευρωπαικές προδιαγραφές, ενώ από την σφαγή και επεξεργασία των γουνοδερμάτων, δεν προκύπτουν αναξιοποίητα κατάλοιπα. Το δε τελικό προιόν αποτελεί το ακριβώς αντίθετο της έννοιας του Fast Fashion, καθώς έχει εξ ορισμού μακροβιότητα, μεταποιείται και κληρονομείται στις επόμενες γενιές.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v