“Βρήκαμε δημοσιονομικό κενό 1 δισεκατομμύριο ευρώ και καταφέραμε να δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο 1,2 δισεκατομμύριο ευρώ για πρόσθετες παρεμβάσεις το 2020 συμφωνημένες με τους θεσμούς”, επεσήμανε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μιλώντας στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Επεσήμανε δε πως ο προϋπολογισμός "αποπνέει αισιοδοξία αλλά δεν υπερβαίνει τα όρια του ρεαλισμού" και εστίασε στη στήριξη της μεσαίας τάξης.
«Με τους πολλούς και για τους πολλούς” σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών, λέγοντας πως “μαγικές συνταγές για οριστικές λύσεις δεν υφίστανται. Πρέπει να κρατήσουμε το τιμόνι γερά και χωρίς ταλάντευση, για να πετύχουμε μια δύσκολη στροφή. Θα το πράξουμε χωρίς λαϊκισμούς, χωρίς αυταπάτες”. Συνεχίζοντας την αναφορά στα μεσαία εισοδήματα επεσήμανε πως “στόχος της Νέας Δημοκρατίας; Αυτά τα εισοδήματα να τα ενισχύσει».
Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης του ο υπουργός σημείωσε πως από το υπερπλεόνασμα που προέκυψε μετά τον Ιούλιο: Μειώθηκε ο ΕΝΦΙΑ, με πρόσθετο, μόνιμο δημόσιο κόστος 205 εκατομμύρια ευρώ. Στόχος: Τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας.
Καταβάλλεται εμπροσθοβαρώς αυξημένο επίδομα θέρμανσης, με κόστος 68 εκατομμύρια ευρώ. Στόχος: Τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Μειώθηκε η προκαταβολή φόρου για τα νομικά πρόσωπα κατά 5%, με κόστος 138 εκατομμύρια ευρώ. Στόχος: Οι επιχειρήσεις.
Καλύφθηκαν δαπάνες προμήθειας καυσίμων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, επιχορηγήθηκαν τα νοσοκομεία για αντιμετώπιση δαπανών άμεσου χαρακτήρα, επιχορηγήθηκε ο ΟΑΣΘ για λειτουργικές δαπάνες και κάλυψη ληξιπρόθεσμων δαπανών (με κόστος 61 εκατομμύρια ευρώ). Στόχος: Η ασφάλεια και η καθημερινότητα των πολιτών.
Όπως είπε ακολουθεί: η κάλυψη καθολικής ταχυδρομικής Υπηρεσίας των ΕΛΤΑ (κόστους 15 εκατομμύρια) και η εξόφληση παλαιών οφειλών Υπηρεσιών Κοινωνικής Ωφέλειας της ΔΕΗ με σκοπό τη διάσωση του οργανισμού (κόστους άνω των 150 εκατομμυρίων). Για να προσθέσει πως θα έχουν διατεθεί “περισσότερα από 637 εκατομμύρια ευρώ, εκτός του ποσού που θα χορηγηθεί τις προσεχείς εβδομάδες σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, καθώς και του «μαξιλαριού ασφαλείας» για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για το 2019”.
Ιδιαίτερα εστίασε στην αλλαγή κλίματος στην οικονομία και στο δημοσιονομικό περιθώριο που δημιουργήθηκε για μία σειρά θετικών μέτρων (μείωση ΕΝΦΙΑ, αύξηση επιδόματος θέρμανσης κ.ά). “Η κυβέρνηση αποδεικνύει με πράξεις πως βοηθά τη μεσαία ταξη” επεσήμανε ο υπουργός, ενώ παράλληλα αναφέρθηκε και στα μέτρα για τη στήριξη των επιχειρήσεων και την αύξηση των επενδύσεων.
Παράλληλα επεσήμανε πως η επίδοση της οικονομίας το δεύτερο εξάμηνο θα είναι υψηλότερη από το πρώτο εξάμηνο του 2019, ενώ αναφέρθηκε και σε μία πρωτοβουλιών της κυβέρνησης που θα περάσουν από τη Βουλή το επόμενο διάστημα. Σημειώνοντας ωστόσο πως“δεν θα κάνουμε εξαγγελίες μοιρασιάς ανύπαρκτων χρημάτων”.
Ιδιαίτερα εστίασε στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, λέγοντας πως “το σχέδιο «Ηρακλής» έχει ήδη αποσταλεί στις αρμόδιες ευρωπαϊκές υπηρεσίες για επίσημη γνωμοδότηση. Ενώ και οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά την αλλαγή Κυβέρνησης, έχουν μειώσει το κόστος δανεισμού, με αποτέλεσμα, η πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίου σταδιακά να αποκαθίσταται, καταθέσεις να επιστρέφουν στο τραπεζικό σύστημα και η πιστοληπτική ικανότητα εταιρειών και νοικοκυριών να βελτιώνεται”.
Ο υπουργός μίλησε για έναν προϋπολογισμό που “επιδιώκει ισορροπία μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης” και “αποδεικνύει ότι η ελληνική οικονομία προχωράει με σταθερό και ιεραρχημένο βηματισμό στο ανοδικό σπιράλ της κανονικοποίησης, της αύξησης των βαθμών ελευθερίας και της ισχυροποίησης της οικονομίας, της κοινωνίας και της χώρας”.
Αναφερόμενος στον όρο «μεσαία τάξη», επεσήμανε πως πως μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας την προσέγγιση του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα μ’ αυτή, ως μεσαία τάξη χαρακτηρίζονται τα νοικοκυριά με ένα άτομο που εισοδηματικά κινούνται μεταξύ 6.294 και 16.783 ευρώ, με δύο άτομα μεταξύ 8.901 και 23.735 ευρώ, και με τρία άτομα μεταξύ 10.901 και 29.069 ευρώ. Παράλληλα σημείωσε πως “η έννοια της μεσαίας τάξης όμως διαφέρει σημαντικά από την έννοια του μέσου εισοδήματος, καθώς η πρώτη διαμορφώνεται και από άλλους περιουσιακούς και κοινωνικούς παράγοντες”.
Σύμφωνα με το τελευταίο δημοσιευμένο ετήσιο στατιστικό δελτίο της ΑΑΔΕ, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2018 για τα εισοδήματα του 2017, το 52% των φορολογικών δηλώσεων είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω των 8.000 ευρώ. Παράλληλα το 83% κάτω των 20.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με δύο τέκνα, λίγο περισσότερες από τις μισές φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν, είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω από 15.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών του έτους 2018 της ΕΛΣΤΑΤ, για τα εισοδήματα του 2017, το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε στα 15.556 ευρώ, ενώ το ατομικό στα 7.863 ευρώ.