Σε δραστικό περιορισμό του ποσού με το οποίο θα μπορεί να αμείβεται κάποιος περιστασιακά εργαζόμενος με τίτλους κτήσης προσανατολίζεται το οικονομικό επιτελείο, με το μειωμένο αυτό ποσό να μην υπόκειται σε ασφαλιστικές κρατήσεις.
Οι γνωστές από το παρελθόν αποδείξεις δαπάνης επανήλθαν στο προσκήνιο το 2017, όταν με το νόμο Κατρούγκαλου προβλέφθηκε η επιβολή εισφορών σε κάθε αμοιβή, είτε είναι με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, είτε με Τίτλο Κτήσης. Βέβαια, ενώ στα γνωστά «μπλοκάκια» οι εισφορές άρχισαν να «τρέχουν» άμεσα, για τους τίτλους κτήσης η υποχρέωση για ασφαλιστικές κρατήσεις ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2019.
Πλέον, κι ενώ οι τίτλοι κτήσεις σχεδόν υποκατέστησαν τα «μπλοκάκια», το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προσανατολίζεται στον δραστικό περιορισμό του ποσού με το οποίο θα μπορεί να αμείβεται κάποιος περιστασιακά εργαζόμενος με Τίτλους Κτήσης. Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας επεξεργάζεται σχέδιο ώστε το σημαντικά μειωμένο αυτό ποσό να μην υπόκειται σε ασφαλιστικές κρατήσεις.
Αναλυτικά, σήμερα, μετά τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέπονται συναλλαγές μεταξύ προσώπων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους ευκαιριακά -ως παρεπόμενη δραστηριότητα- σε επιχειρήσεις ή και ιδιώτες, έως το ύψος των 10.000 ευρώ. Μάλιστα, με σημαντική καθυστέρηση, από τις αρχές του 2019, προβλέφθηκε η καταβολή εισφορών για τα ποσά αυτά, ύψους 20,28% (13,3% για σύνταξη και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη) επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου 20% και του τέλους χαρτοσήμου 3,6%, ενώ ο χρόνος ασφάλισης λογίζεται ως χρόνος στον πρώην ΟΑΕΕ.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, από την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΚΑ και την υποχρέωση ασφάλισης για το σύνολο των αμοιβών, οι Τίτλοι Κτήσης είχαν σχεδόν υποκαταστήσει τα Δελτία Παροχής Υπηρεσιών, τα γνωστά «μπλοκάκια», με στόχο την αποφυγή καταβολής εισφορών στον ΕΦΚΑ.
Στην πράξη βέβαια, δεν έλυσαν το ουσιαστικό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την υποκατάσταση της μισθωτής εξαρτημένης εργασίας, με μορφές όπως τα «μπλοκάκια» και οι αποδείξεις δαπάνης, που περιορίζουν δραστικά τα δικαιώματα των εργαζομένων σε άδειες, επιδόματα κ.λπ. Ακόμη και μετά την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για τους τίτλους κτήσης, πολλοί εργοδότες αλλά και εργαζόμενοι κατέφυγαν στη λύση των Τίτλων Κτήσης. Άλλωστε, η αύξηση του ποσού αμοιβής με Τίτλο Κτήσης από 5.000 σε 10.000 ευρώ ετησίως, έδωσε αυτή τη δυνατότητα, με δεδομένο ότι ένας μισθωτός με κατώτατο μισθό ύψους 650 ευρώ λαμβάνει το έτος 9.100. Αντίστοιχα, οι 10.000 ευρώ του Τίτλου Κτήσης, εάν επιμεριστούν σε 14μηνη βάση (12 μισθοί +Δώρα - Επιδόματα) αντιστοιχούν σε «μισθό» 714 ευρώ τον μήνα.
Να σημειωθεί ότι σήμερα, με βάση τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, περισσότεροι από 860.000 μισθωτοί ασφαλίζονται στον Φορέα και αμείβονται με έως 700 ευρώ μεικτά τον μήνα. Ήτοι το 41,6% των μισθωτών θα μπορούσαν να μην έχουν σύμβαση και να αμείβονται με τίτλους κτήσης.
Μάλιστα, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, όσοι αμείβονται με τίτλους κτήσης και δεν έχουν άλλη εργασία, δεν υπόκεινται στο ελάχιστο πλαφόν εισφοράς, ενώ όσοι έχουν παράλληλα άλλη μισθωτή ή μη μισθωτή απασχόληση καταβάλλουν για κάθε δραστηριότητα την εισφορά που αναλογεί και ακολουθεί η προβλεπόμενη διαδικασία συμψηφισμού.
Πλέον, στο οικονομικό επιτελείο, εξετάζουν τρόπους ώστε να κλείσει και το τελευταίο παραθυράκι αποφυγής ασφάλισης και να μπει τέλος στην πολυνομία, τη γραφειοκρατία και τις αμφισβητήσεις, καθώς οι τίτλοι κτήσης τις περισσότερες φορές έκρυβαν αδήλωτη εξαρτημένη σχέση εργασίας ή υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ.
Για τον λόγο αυτό, εξετάζεται σοβαρά η μείωση του επιτρεπόμενου ποσού αμοιβής, για πραγματικά ευκαιριακά απασχολούμενους, παράλληλα με την κατάργηση της υποχρέωσης ασφάλισης του συγκεκριμένου ποσού. Στην πράξη, στόχος είναι να περιοριστεί η χρήση των τίτλων κτήσης μόνο από όσους παρέχουν περιστασιακή εργασία, κυρίως άνεργους συνταξιούχους, που δεν έχουν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα και αποκτούν άπαξ, κάποιο μικρό εισόδημα.