Με ένα κρεσέντο απαισιοδοξίας στο μέτωπο των προβλέψεων για ρυθμό ανάπτυξης, πλεονάσματα και δημόσιο χρέος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία επιμένει στις κλασικές «συνταγές» μεταρρυθμίσεων με μείωση του αφορολόγητου ορίου, περικοπή της 13ης σύνταξης και των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους και κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Οι προβλέψεις του αυτές ίσως εξηγούν τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του Έλληνα αντιπροσώπου στο Ταμείο Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, στην οποία μεταξύ άλλων τονίζεται ότι η έκθεση εστιάζει υπέρμετρα στις κληρονομιές του παρελθόντος και τις προκλήσεις, υποεκτιμώντας τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις…
Στα καλά νέα της έκθεσης, η αναμενόμενη υποστήριξη του Ταμείου στην πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να καταλήξει σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους για χαμηλότερους μελλοντικούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, αν και σε αυτό το μέτωπο η διαδικασία έγκρισης της έκθεσης στο Εκτελεστικό Συμβούλιο ανέδειξε δύο γραμμές στους κόλπους των Διευθυντών.
Ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να μειωθούν για να ανασάνει η ελληνική οικονομία, άλλοι τόνισαν την ανάγκη τήρησης των συμφωνηθέντων που μεταφράζονται σε πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ στη συνέχεια έως και το 2060.
Μια ανάγνωση για αυτό τον «διχασμό» θα μπορούσε να συνδέεται με την ευρωπαϊκή προέλευση ορισμένων εξ αυτών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικείμενη -το 2020- διαδικασία «διαπραγμάτευσης». Μια εναλλακτική ανάγνωση θα μπορούσε να συνδεθεί ακριβώς με τις χειρότερες προβλέψεις για ανάπτυξη και πλεονάσματα, που έρχονται να εξουδετερώσουν τη θετική επίπτωση της μείωσης του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Η νέα ανάλυση βιωσιμότητας καταλήγει στο συμπέρασμα (βασικό σενάριο) ότι το 2028 το χρέος θα είναι κατά περίπου δέκα μονάδες υψηλότερο σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις στο 145% του ΑΕΠ έναντι 185% του ΑΕΠ το 2018. Πίσω από την επιδείνωση κρύβονται απαισιόδοξες προβλέψεις για μειούμενα πλεονάσματα και ασθενική ανάπτυξη.
Φέτος το Ταμείο προβλέπει ότι ο στόχος για τα πλεονάσματα θα καλυφθεί, του χρόνου όμως όχι. Εκτιμά πως το πρωτογενές πλεόνασμα το 2020 θα είναι 3,1% του ΑΕΠ, με τον ρυθμό ανάπτυξης να επιταχύνει από το προβλεπόμενο 1,8% φέτος σε 2,3%, αρκετά μακριά από τις προβλέψεις της κυβέρνησης ( 2,8%). Η συνέχεια, χειρότερη. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ταμείου, θα είναι 1,4% το 2022 και στη συνέχεια 0,9% τη διετία 2023-24.
Για τα πλεονάσματα, αν δεν αναθεωρηθούν οι στόχοι και επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του ταμείου, το μέλλον προδιαγράφεται δυσοίωνο. Το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,7% του ΑΕΠ φέτος, υποχωρεί σε 3,1% το 2020, στη συνέχεια πέφτει στο 2,7% το 2021, στο 2,6% το 2022, στο 2,4% το 2023, πριν καταλήξει στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024.
Με αυτά τα δεδομένα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι εξασφαλισμένη. Με βάση τις νεότερες προβλέψεις για χαμηλότερα πλεονάσματα και ασθενέστερη ανάπτυξη, εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος από 185% του ΑΕΠ πέρυσι θα διαμορφωθεί σε 145% του ΑΕΠ το 2028 και αυτή η πρόβλεψη ισοδυναμεί με επιδείνωση περίπου κατά 10 μονάδες σε σχέση με την αντίστοιχη του περασμένου Μαρτίου.
Γενικά, το ΔΝΤ στην έκθεσή του βλέπει το ποτήρι της ελληνικής οικονομίας μισοάδειο, το οποίο υπό την προϋπόθεση αδιάκοπων και γρήγορων μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να γίνει μισογεμάτο. Δεν χάνει την ευκαιρία να καταγράψει τις ευθύνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, καυτηριάζοντας τις προεκλογικές επιλογές παροχών και ακύρωσης μεταρρυθμίσεων και αποτιμά θετικά το μεταρρυθμιστικό ξεκίνημα της νέας κυβέρνησης. Θεωρεί όμως πως δεν είναι αρκετό. «θα πρέπει να ξεπεράσει ισχυρά οργανωμένα συμφέροντα, τηρώντας παράλληλα τις δεσμεύσεις έναντι των Ευρωπαίων», σημειώνεται στην έκθεση.
Η συνταγή του ΔΝΤ, κλασική. Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολόγητου ορίου, ώστε να υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για ουσιαστική μείωση των άμεσων φόρων, ακύρωση της προνομοθετημένης «13ης σύνταξης» και κατάργηση των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους, κατάργηση της προστασίας πρώτης κατοικίας, νέα μέτρα για την ουσιαστική μείωση των κόκκινων τραπεζικών δανείων…