Σε εκδηλώσεις που έγιναν και άρθρα που δημοσιεύθηκαν ενόψει της επετείου της 31ης Οκτωβρίου (σ.σ. ημέρα αποταμίευσης), όλοι μεν συμφώνησαν για την ανάγκη αύξησης της αποταμίευσης στη χώρα μας (σημαντική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, ανάγκη «χτισίματος» από τώρα μελλοντικών συνταξιοδοτικών αποδοχών), ωστόσο φειδωλές ήταν οι αναφορές στο πώς θα πρέπει να δράσουν οι Έλληνες αποταμιευτές σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων.
«Από τη μια πλευρά, θα πρέπει να αναπτυχθούν νέες μορφές αποταμίευσης και από την άλλη, οι Έλληνες καλό θα ήταν να αλλάξουν τη μέχρι σήμερα επενδυτική τους νοοτροπία» υποστηρίζει γνωστός παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας: «Ένα υπέρμετρα μεγάλο κομμάτι των αποταμιεύσεων είναι τοποθετημένο στην αγορά ακινήτων και από το υπόλοιπο τμήμα, παρατηρείται μια… υπερτροφική παρουσία των τραπεζικών καταθέσεων. Στο εξωτερικό, δεν είναι έτσι τα πράγματα».
Την άποψη του συγκεκριμένου παράγοντα έρχεται να επιβεβαιώσει η πρόσφατη έκθεση της Credit Suisse για τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με την οποία ο πλούτος του μέσου ενήλικα στην Ελλάδα:
α) Υπολογίζεται στις 96,1 χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ στα μέσα του 2019, έναντι 150 χιλιάδων δολαρίων το 2008.
β) Είναι τοποθετημένος κυρίως σε ακίνητα.
Ειδικότερα, ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί το 69,2% του αθροίσματος του μη χρηματοοικονομικού και του χρηματοοικονομικού πλούτου (κυρίως μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια), ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά από αυτό της Ισπανίας. Η σύνθεση του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο παρουσιάζει αντίθετη εικόνα, καθώς το 55% του παγκόσμιου πλούτου αντιστοιχεί στην αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων των νοικοκυριών.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον «αναιμικό» στη χώρα μας χρηματοοικονομικό πλούτο, τη μερίδα του λέοντος την έχουν οι καταθέσεις. Με βάση την έρευνα της Credit Suisse για το 2014 (δεν εκτιμώνται σημαντικές διαφοροποιήσεις από τότε), σε καταθέσεις ήταν τοποθετημένο το 65% του χρηματοοικονομικού πλούτου και μόλις το 24% σε μετοχές-ομόλογα και 11% σε λοιπά στοιχεία.
«Σε μια περίοδο αρνητικών επιτοκίων, ο Έλληνας θα κληθεί να αλλάξει επενδυτική συμπεριφορά και επιβάλλεται να είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Μια πρώτη νέα μορφή μελλοντικής αποταμίευσης θα είναι τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), τα οποία αναμένεται να «ξεφυτρώσουν σαν τα μανιτάρια» και να αποσπάσουν σημαντικό τμήμα των μηνιαίων αποταμιεύσεων των εργαζομένων, αλλά και συνδρομές των εργοδοτών τους. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συμβάλουν τόσο η ανάγκη για εξασφάλιση αξιοπρεπούς μελλοντικής σύνταξης όσο και τα ισχυρά φορολογικά κίνητρα που έχουν θεσπιστεί. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη πρόβλεψη του προέδρου της ασφαλιστικής εταιρείας Interlife κ. Γιάννη Βοτσαρίδη, ότι ο αριθμός των ΤΕΑ θα εκτιναχθεί από τα είκοσι που είναι σήμερα σε πάνω από διακόσια μέσα στην επόμενη δεκαετία!
Παράλληλα με τα ΤΕΑ, διψήφιο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σημειώνει και η παραγωγή των ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, στα οποία προχωρούν οι επιχειρήσεις (προβλέπονται φορολογικά κίνητρα και στην περίπτωση αυτή) σε μια προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν το προσωπικό τους και να διακρατήσουν τα στελέχη τους.
Στις 12 Νοεμβρίου διεξάγεται εκδήλωση που διοργανώνει το Χρηματιστήριο της Αθήνας σε συνεργασία με την Ένωση Θεσμικών Επενδυτών και τον ΙΟΒΕ, με θέμα την «ενίσχυση της αποταμίευσης και ανάπτυξη με μοχλό την κεφαλαιαγορά». Στην εκδήλωση αυτή αναμένεται να συζητηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη προϊόντων όπως τα εταιρικά ομόλογα, οι Εταιρείες Επιχειρηματικών Συμμετοχών (ΕΚΕΣ), η Εναλλακτική Αγορά του ΧΑ και άλλα εργαλεία που ως στόχο θα έχουν τη χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων.
Κοινή συνισταμένη αυτών είναι η προσαρμογή της ελληνικής (και ευρωπαϊκής γενικότερα) πραγματικότητας στην αμερικανική, όπου το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων προέρχεται από την κεφαλαιαγορά και όχι από τις τράπεζες.
Παράγοντες της αγοράς τονίζουν πως θα πρέπει να δημιουργηθούν στην Ελλάδα τα λεγόμενα «αναπτυξιακά ομόλογα», μέσω των οποίων θα χρηματοδοτούνται μακροπρόθεσμες κρατικές επενδύσεις σε υποδομές. Κάτι τέτοιο θα δώσει τη δυνατότητα σε θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές να εξασφαλίσουν αξιόλογες θετικές αποδόσεις σε βάθος χρόνου, με σχετικά χαμηλό ρίσκο.
Πόλο επενδυτικής έλξης θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία συνεχίζουν να διαπραγματεύονται με θετικό yield. «Η χώρα έχει περιθώρια αποπληρωμής παλαιότερων υποχρεώσεών της με νέες ομολογιακές εκδόσεις χαμηλότερου επιτοκίου και επιπλέον θα πρέπει να προχωρήσει σε νέες εκδόσεις, αν θέλει να προσελκύσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς σήμερα η εγχώρια αγορά στερείται βάθους και εμπορευσιμότητας» δηλώνουν παράγοντες της αγοράς.
Τέλος, έντονες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στα αποταμιευτικά-επενδυτικά προϊόντα που προσφέρουν σήμερα στους πελάτες τους οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Ειδικότερα οι τράπεζες στρέφονται σε «καταθέσεις ειδικού τύπου», μέσω των οποίων εξασφαλίζουν είτε το αρχικό κεφάλαιο, είτε μια ελάχιστη απόδοση και επιπλέον υπόσχονται υψηλότερες αποδόσεις, σε περίπτωση που κερδηθούν προκαθορισμένα «επενδυτικά στοιχήματα».
Νέου τύπου αποταμιευτικά-επενδυτικά προϊόντα αναμένεται σύντομα να λανσάρουν και αρκετές ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς τα προϋπάρχοντα που εξασφάλιζαν ετήσιες θετικές αποδόσεις τείνουν να εκλείψουν.