Τα μεσάνυχτα της περασμένης Παρασκευής η Standard and Poor’s αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα.
Η αναβάθμιση ήταν αναμενόμενη από την αγορά αλλά έκρυβε μια έκπληξη: την εκτίμηση ότι ο φετινός προϋπολογισμός θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 4,3% του ΑΕΠ. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται τόσο συγκεκριμένη πρόβλεψη για τόσο μεγάλη υπέρβαση του φετινού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, παρότι είναι κοινό μυστικό πως και φέτος θα υπάρξει υπέρβαση του στόχου, με την κυβέρνηση να έχει εξαγγείλει δια στόματος πρωθυπουργού ενίσχυση των ασθενέστερων εισοδηματικά τάξεων.
Εάν οι προβλέψεις της S&P επιβεβαιωθούν στην πράξη, τον ερχόμενο Δεκέμβριο η κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να διανείμει υπερπλεόνασμα πάνω από 1 δισ. ευρώ, αφήνοντας και ένα μαξιλάρι ασφαλείας σε σχέση με τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τον τρόπο διανομής του φετινού υπερπλεονάσματος αναμένεται να ανακοινωθούν με την κατάθεση του προϋπολογισμού στις 20 Νοεμβρίου και σύμφωνα με πληροφορίες, ψηλά στην ατζέντα βρίσκονται η αυξημένη καταβολή Κοινωνικού Επιδόματος Αλληλεγγύης για την ενίσχυση των ασθενέστερων, αλλά και ενδεχόμενη χρήση μέρους του υπερπλεονάσματος για την πληρωμή των «αναδρομικών» σε κύριες και επικουρικές συντάξεις μετά τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Τα «αναδρομικά» μετρούν από τις 4 Οκτωβρίου 2019, όταν εκδόθηκαν οι αποφάσεις του ΣτΕ, μέχρι την ημερομηνία ενεργοποίησης των νέων ασφαλιστικών διατάξεων τόσο για τις κύριες όσο και για τις επικουρικές συντάξεις. Με αυτά τα δεδομένα, δεν αποκλείεται τελικά η κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει την πρακτική που εφάρμοσε πέρυσι τέτοια εποχή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Να μεταφέρει δηλαδή στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους ως δαπάνες υπό κατανομή, δαπάνες οι οποίες αφορούν πληρωμές που θα πρέπει να γίνουν μετά τις διορθωτικές κινήσεις στο ύψος των επικουρικών και στα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων και αφορούν το διάστημα από 4 Οκτωβρίου 2019 έως και 31 Δεκεμβρίου 2019.
Με τον τρόπο αυτό, θα μειώνονταν οι δημοσιονομικές πιέσεις του 2020, όπως άλλωστε έγινε και με το «τρικ» των μειωμένων προκαταβολών φόρου. Μειώνοντας εφάπαξ για φέτος το ποσοστό των προκαταβολών φόρου για τις επιχειρήσεις από το 100% στο 95%, το υπουργείο Οικονομικών καταβάλλει επιστροφές φόρου που θα έπρεπε να πληρώσει το 2020, εξαιτίας των μειωμένων συντελεστών φόρου (από το 28% στο 24% για τα φετινά κέρδη και από το 24% στο 20% για τα κέρδη του 2020).
Στον τρέχοντα προϋπολογισμό έχουν εγγραφεί «εφάπαξ μέτρα μείωσης του φόρου εισοδήματος επιχειρήσεων ύψους 138 εκατ. ευρώ, που αναμένεται να πραγματοποιηθούν το τρέχον έτος», ποσό το οποίο δεν αποκλείεται να είναι τελικά μεγαλύτερο, εάν τα στοιχεία του Οκτώβρη επιβεβαιώσουν την τάση σημαντικών υπερβάσεων στο πρωτογενές πλεόνασμα, την οποία αναδεικνύει η εκτέλεση του προϋπολογισμού έως τον Σεπτέμβρη.
Στις δεδομένες παροχές του Δεκέμβρη συγκαταλέγεται επίσης η πληρωμή του αυξημένου επιδόματος θέρμανσης, οι δαπάνες για το οποίο όμως έχουν ήδη μετρήσει στον προϋπολογισμό, όπως και αυτές για τις μειωμένες προκαταβολές φόρου.
Φέτος το επίδομα των 68 εκατ. ευρώ θα καταβληθεί προκαταβολικά για όσους έχουν υποβάλει αιτήσεις πληρωμών έως τις 10 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, αλλά το 2020 το επίδομα «θα αναδιαρθρωθεί» σύμφωνα με αρμόδιες πηγές και ενδέχεται να καταβληθεί τον Ιανουάριο του 2021.