«Κοινή πεποίθηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Ελλήνων Μεσιτών Ασφάλισης (ΣΕΜΑ) είναι ότι βρισκόμαστε στις αρχές μια νέας περιόδου για την ελληνική ασφαλιστική αγορά. Πρόκειται για μια ρεαλιστική άποψη που πηγάζει από προσεκτική μελέτη όλων των παραγωγικών δεικτών, αλλά και από τις συζητήσεις μας με διεθνείς ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς ομίλους».
Αυτά δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο πρόεδρος του ΣΕΜΑ Μιχάλης Τζωρτζωρής, χαρακτηρίζοντας θετική την περίοδο που βιώνει ο κλάδος και επισημαίνοντας ότι οι απαιτήσεις είναι αυξημένες, με βασικότερη την τάχιστη προσαρμογή στις νέες κανονιστικές υποχρεώσεις.
To Euro2day.gr μιλώντας με παράγοντες της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς διέκρινε την ύπαρξη κλίματος αισιοδοξίας, παρά την ύπαρξη σημαντικών αβεβαιοτήτων και προκλήσεων που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Η χαμηλή βάση εκκίνησης (η εγχώρια παραγωγή αντιστοιχεί μόλις στο 2% του ΑΕΠ), η ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των αναγκών προστασίας από τους Έλληνες, η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας και η αδυναμία του κράτους να προσφέρει επαρκείς παροχές σε σύνταξη και υγεία αποτελούν τους τέσσερις βασικότερους παράγοντες αισιοδοξίας.
Σε κάθε περίπτωση, η εγχώρια ασφαλιστική βιομηχανία βρίσκεται ενόψει σημαντικών αλλαγών, με στελέχη της αγοράς να ξεχωρίζουν τα επτά παρακάτω μέτωπα.
• Εξαγορές-Συγχωνεύσεις: Έχει ξεκινήσει επισήμως η διαδικασία πώλησης του leader του κλάδου -της Εθνικής Ασφαλιστικής- από τη μητρική Τράπεζα, με παράγοντες της αγοράς ωστόσο να αμφιβάλλουν για το αν μέσα στο 2020 θα προκύψει deal, σε περίπτωση που στους ενδιαφερόμενους δεν ενταχθεί ένας τουλάχιστον ισχυρός ασφαλιστικός όμιλος.
Πέραν αυτού, υπάρχει φημολογία για την εξαγορά μιας ελληνικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στους γενικούς κλάδους από αυστριακό όμιλο, ενώ παράλληλα εδώ και χρόνια «σέρνονται» οι συζητήσεις για το κατά πόσο οι μικρότερες εγχώριες ασφαλιστικές θα μπορέσουν να πορευτούν αυτόνομα.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί όμιλοι του κλάδου έχουν δηλώσει «ανοιχτοί» στο να εξαγοράσουν-απορροφήσουν άλλους «παίκτες» της αγοράς, με πιο «θερμή» περίπτωση αυτή της Eurolife, η οποία εκτός από μεγάλο μερίδιο αγοράς, έχει πρόσβαση σε διεθνή τεχνογνωσία και σε μεγάλο ύψος διαθέσιμων κεφαλαίων (μητρική Fairfax).
• Νέα προϊόντα-υπηρεσίες: Οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν τις ασφαλιστικές εταιρείες στο να προσφέρουν καινούριες υπηρεσίες-προϊόντα προς τους πελάτες τους, τάση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί και να ενταθεί στο μέλλον. Για παράδειγμα, στον κλάδο αυτοκινήτου έχουμε την τιμολόγηση ανάλογα με τη χρήση, ή με βάση τον τρόπο οδήγησης του οχήματος, τη δήλωση ατυχήματος από απόσταση, τη βοήθεια στην αγορά μεταχειρισμένου οχήματος και στην εύρεση συνεργείου για σέρβις. Καινοτόμα προϊόντα και νέες υπηρεσίες λανσάρονται και στον κλάδο υγείας.
• Συνταξιοδοτικά-επενδυτικά προϊόντα: Σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, τα προϊόντα ελάχιστων εγγυημένων αποδόσεων τείνουν να εξαφανιστούν. Στον τομέα αυτό αναμένουμε νέου είδους προϊόντα, ενώ μεγαλύτερη έμφαση θα δοθεί στα ομαδικά συνταξιοδοτικά συμβόλαια (κάλυψη εργαζομένων από τις επιχειρήσεις τους) και στη διαχείριση των Επαγγελματικών Ταμείων από τις ασφαλιστικές εταιρείες μετά και την επικείμενη ψήφιση του δρομολογούμενου θεσμικού πλαισίου.
• «Νέοι» και «παλιοί» κίνδυνοι: Η ασφαλιστική βιομηχανία θα δώσει έμφαση στην ευαισθητοποίηση του κοινού απέναντι σε νέους κινδύνους που έχουν προκύψει (π.χ. το Cyber risk), καθώς και σε προϋπάρχοντες κινδύνους στους οποίους μέχρι σήμερα οι Έλληνες δεν έχουν δώσει την απαιτούμενη βαρύτητα (π.χ. ασφάλιση κατοικίας, καλύψεις έναντι φυσικών καταστροφών, αστική ευθύνη επαγγελματιών και στελεχών επιχειρήσεων).
• O ρόλος του συμβούλου-διαμεσολαβητή: Από τη μια πλευρά, ένα τμήμα των ασφαλιστικών εργασιών έχει αρχίσει ήδη να περνάει στο διαδίκτυο, από την άλλη πλευρά όμως, αναπτύσσονται πολύ περισσότερα νέα προϊόντα και αναδύονται πρόσθετες ανάγκες, οι οποίες απαιτούν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου ασφαλιστικού συμβούλου. «Οι καλοί σύμβουλοι έχουν να ωφεληθούν από τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται», υποστηρίζουν γνωστοί παράγοντες της ασφαλιστικής αγοράς.
• Η «πίεση» στις ασφαλιστικές εταιρείες: Οι ασφαλιστικές εταιρείες πιέζονται από το υπάρχον αυστηρό, ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο του Solvency II (χαμηλότερη αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων) και θα πιεστούν ενδεχομένως ακόμη περισσότερο στο βαθμό που θα εισέλθουν ανταγωνιστικά στον κλάδο εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις νέες τεχνολογίες.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται από τώρα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, μειώνοντας τις λειτουργικές τους δαπάνες και ανταποκρινόμενες στις νέες ανάγκες-απαιτήσεις των πελατών τους, τόσο τα προϊόντα τους, όσο και τις διαδικασίες προσέγγισης-εξυπηρέτησης-επικοινωνίας.