Χωρίς διορθωτικές παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής εγκρίθηκε από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp) το σχέδιο της Ελληνικής Δημοκρατίας για την παροχή κρατικής εγγύησης επί τίτλων πρώτης διαβάθμισης (σ.σ. εξασφάλισης) τιτλοποιήσεων, που θα πληρούν τα σχετικά κριτήρια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σχέδιο «Ηρακλής» που κατήρτισε η Ελληνική Δημοκρατία, για να στηρίξει τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, δεν περιέχει κρατική ενίσχυση, καθώς το Δημόσιο θα αμείβεται σύμφωνα με τους όρους της αγοράς για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει, όταν παρέχει εγγύηση.
Από την ανακοίνωση επιβεβαιώνεται η πληροφόρηση που είχαν οι τράπεζες, ότι δεν θα επιχειρηθούν τροποποιήσεις/βελτιώσεις της τελευταίας στιγμής, λόγω της φάσης ωριμότητας στην οποία βρισκόταν η έγκριση του σχεδίου. Οι όποιες αλλαγές, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργικότητα του σχεδίου, θα συζητηθούν κατά τη σύνταξη του σχετικού νόμου. Υπόσχεση που αν υλοποιηθεί, θα αποτελεί ένα ακόμη παράδοξο, καθώς η διαβούλευση θα ακολουθήσει της έγκρισης, με στόχο να προσαρμοστεί στις ελληνικές ιδιαιτερότητες ένα σχέδιο που ακολούθησε πιστά το ιταλικό μοντέλο.
Ειδικότερα, από την ανακοίνωση της Κομισιόν προκύπτει ότι δεν επήλθαν αλλαγές στα δύο βασικά σημεία που έχουν εστιάσει οι τράπεζες: το ποιος, δηλαδή, και πότε καταβάλλει την προμήθεια για την εγγύηση καθώς και την ελάχιστη πιστοληπτική διαβάθμιση που απαιτείται να έχουν οι τίτλοι πρώτης διαβάθμισης (senior note) για να λάβουν την εγγύηση.
Η προμήθεια έναντι της κρατικής εγγύησης θα καταβάλλεται από το όχημα ειδικού σκοπού (SPV), το οποίο θα αγοράζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από την τράπεζα και θα πουλά στους επενδυτές τουλάχιστον το 50% των τίτλων ενδιάμεσης και χαμηλής διαβάθμισης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση, «το κράτος θα παρέχει την εγγύηση του Δημοσίου για τους τίτλους πρώτης διαβάθμισης του φορέα τιτλοποίησης, οι οποίοι είναι χαμηλότερου κινδύνου».
Ένας εγκεκριμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανεξάρτητος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα καθορίζει την πιστοληπτική διαβάθμιση των τίτλων υψηλής εξασφάλισης (senior note). Η κρατική εγγύηση θα χορηγείται, εφόσον η διαβάθμιση είναι υψηλότερη ενός ελάχιστου ορίου (ο πήχης τέθηκε στο «ΒΒ-»).
Πρόκειται για το δεύτερο θέμα που απασχολεί τις τράπεζες, καθώς το «κατώφλι» είναι υψηλό για τιτλοποιήσεις καταγγελμένων δανείων που ξεπερνούν σε αξία τα 40 δισ. ευρώ και αποτελούν το χειρότερης ποιότητας τμήμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που επιδιώκουν να μειώσουν γρήγορα οι τράπεζες.
Η κρατική εγγύηση θα τίθεται σε ισχύ μόνον εάν τουλάχιστον το 50% των ομολογιών ενδιάμεσης (mezzanine note) και χαμηλής (junior note) διαβάθμισης έχει πωληθεί επιτυχώς σε ιδιώτες επενδυτές, αντιγράφοντας και σε αυτό το σημείο πιστά το ιταλικό προηγούμενο. Σημειώνεται ότι το ιταλικό μοντέλο απαγορεύει στο Δημόσιο, όταν είναι εγγυητής, να κατέχει οποιαδήποτε ομολογία των τριών σειρών, λεπτομέρεια που θα αποδειχθεί στη συνέχεια ότι έχει σημασία για τα εν Ελλάδι εξελισσόμενα.
Τέλος, η αμοιβή του Δημοσίου για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει θα είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς. Η προμήθεια εγγύησης θα βασίζεται σε δείκτη αναφοράς της αγοράς και θα αντιστοιχεί στο επίπεδο και στη διάρκεια του κινδύνου που αναλαμβάνει το Δημόσιο, όταν χορηγεί την εγγύηση. Αυτό σημαίνει ότι η προμήθεια θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα με τη διάρκεια του ανοίγματος του κράτους. Η εν λόγω διάρθρωση των προμηθειών καθώς και ο διορισμός εξωτερικού διαχειριστή αποσκοπούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της πιθανότητας ανάκτησής τους, επισημαίνει η ανακοίνωση της Κομισιόν.
Η δήλωση Βέστεϊγιερ
Η επίτροπος Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε σχετικά: «Εκφράζω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι από κοινού με την ελληνική κυβέρνηση καταλήξαμε σε λύση συμβατή με την αγορά για την αντιμετώπιση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βαρύνουν τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών. Το σχέδιο που εγκρίναμε σήμερα είναι ένα ακόμη καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο τα κράτη-μέλη μπορούν να βοηθούν τις τράπεζες να εκκαθαρίζουν τους ισολογισμούς τους, χωρίς να τους χορηγούνται ενισχύσεις ή να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός».