Την προστασία των τριετιών παράλληλα με το επίδομα γάμου φαίνεται πως επιδιώκει το υπουργείο Εργασίας, με τη διάταξη που προωθεί στο αναπτυξιακό σχέδιο νόμου που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το επόμενο διάστημα.
Η διάταξη, σύμφωνα με πληροφορίες, προβλέπει την παράταση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μέχρι το τέλος του 2019 και ορίζει ότι έτσι διασώζονται όλοι οι συμφωνηθέντες στη Σύμβαση κανονιστικοί όροι (μισθολογικοί και μη μισθολογικοί), ευεργετικοί για τους εργαζομένους μεταξύ των οποίων όχι μόνο το επίδομα γάμου, που είναι στο 10% επί του μισθού, αλλά και οι τριετίες.
Να σημειωθεί ότι με εγκύκλιο, η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Εργασίας προέβλεπε ότι όσοι μισθωτοί εισπράττουν τις 3ετίες που είχαν θεμελιώσει έως το 2012, παράλληλα με την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα έχουν και επιπλέον αύξηση λόγω των τριετιών.
Μάλιστα, χθες, πραγματοποιήθηκε συνάντηση των κοινωνικών εταίρων με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Γ. Βρούτσης διαβεβαίωσε τη ΓΣΕΕ πως δεν θα θιγούν οι τριετίες με την επέκταση ισχύος της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μέχρι το τέλος του 2019. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος εξέφρασε την εκτίμηση ότι έως το τέλος του έτους θα έχει πραγματοποιηθεί το συνέδριο της Συνομοσπονδίας, ώστε να υπογραφεί νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σε ερώτηση δημοσιογράφων μετά τη συνάντηση, για το το εάν θα επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις από την 1.1.2020, ο κ. Παναγόπουλος είπε, «το τι θα ισχύσει από 1/1/2020 θα εξαρτηθεί από την πορεία των διαπραγματεύσεων, όταν θα υπάρχει Διοίκηση εκλεγμένη στη ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις». Για να συμπληρώσει: «Γιατί όπως γνωρίζετε, μόνο η ΓΣΕΕ μπορεί να υπογράφει Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, κανένα ΠΑΜΕ και κανένα κόμμα».
Πλέον, το ενδιαφέρον στρέφεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου έχουν προσφύγει οι Σύνδεσμοι Βιομηχάνων θεωρώντας ότι οι τριετίες έχουν καταργηθεί. Η προσφυγή συζητείται στο ΣτΕ στις 8 Οκτωβρίου και σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Εργασίας έχει ταχθεί υπέρ της διατήρησης των τριετιών.
Αναλυτικά, ο ΣΕΒ σε συνεργασία με περιφερειακούς βιομηχανικούς συνδέσμους προσέφυγαν στο ΣτΕ κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού, στο σκέλος που αφορά τις τριετίες. Η πλευρά των εργοδοτών ζητεί, στην ουσία, την ακύρωση της εγκυκλίου που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας στις 18 Φεβρουαρίου 2019, με την οποία δίνονταν οδηγίες για την εφαρμογή του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας.
Κι αυτό γιατί όπως επισημαίνεται στην προσφυγή, αφενός δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία και η εν λόγω εγκύκλιος δεν έχει δημοσιευθεί σε ΦΕΚ, αφετέρου αλλάζει την ουσία του νόμου 4172/2013 με τον οποίο ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ως μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς. Να σημειωθεί ότι τόσο ο ΣΕΒ όσο και η πλειοψηφία των υπόλοιπων περιφερειακών συνδέσμων βιομηχάνων, με επιστολή τους προς την τότε αρμόδια υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, είχαν επισημάνει την αντίδρασή τους, υποστηρίζοντας τη θέση ότι οι τριετίες δεν αποτελούν μέρος του νόμιμου κατώτατου μισθού για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά τις 14 Φεβρουαρίου 2012.
Ζητούσαν, δε, την έκδοση νεότερης εγκυκλίου, προκειμένου να αρθούν οι βάσιμες αμφιβολίες που δημιούργησε η αρχική εγκύκλιος. Στην προσφυγή τους, επισημαίνουν ότι στην πράξη, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας προχώρησε σε αλλαγή του νόμου, ήτοι νέα νομοθέτηση, μέσω εγκυκλίου. Να σημειωθεί ότι στην εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας υπάρχει καθορισμός του μισθού με βάση τις τριετίες, ως εξής: Για τους έχοντες 0-3 έτη προϋπηρεσίας, 650 ευρώ, για τους έχοντες 3-6 έτη προϋπηρεσίας 715 ευρώ, για τους έχοντες 6-9 έτη προϋπηρεσίας, 780 ευρώ και για τους έχοντες άνω των 9 ετών προϋπηρεσία, 845 ευρώ.
Η απόφαση που θα λάβει το ΣτΕ αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι Σύνδεσμοι στην προσφυγή τους, αφορά κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις που από πλευράς κύκλου εργασιών, προσωπικού και επιχειρησιακών μεγεθών, δεν ανήκουν στις λεγόμενες «μεγάλες» και πάντως «εύρωστες» επιχειρήσεις και ήδη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Αφορά δηλαδή, ιδίως τις επιχειρήσεις με προσωπικό έως 50 άτομα, στις οποίες ασχολούνται συνολικά 315.610 εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθοί, ήτοι ποσοστό 77,13%.