Η πτώχευση του ταξιδιωτικού ομίλου Thomas Cook και η διαχείριση των συνεπειών της δεν αποτελεί μόνο το θεμελιώδες στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο ελληνικός τουρισμός. Εξελίσσεται, ταυτόχρονα, σε κρας τεστ για την κυβέρνηση, καθώς καλείται να διαχειριστεί μια κρίση, δυόμιση μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Και αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις μεγάλου αριθμού ανθρώπων του τουρισμού με τους οποίους επικοινώνησε το Εuro2day.gr τις τελευταίες μέρες (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεωρούνται φίλα προσκείμενοι στην κυβερνητική παράταξη), το κρας τεστ δεν εξελίχθηκε με τον καλύτερο τρόπο για την κυβέρνηση τις πρώτες πέντε κρίσιμες μέρες, τουλάχιστον, μετά την ανακοίνωση της πτώχευσης.
Για την ακρίβεια, οι χειρισμοί προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους του τουριστικού κόσμου που συνδέεται με την πτώχευση του Thomas Cook. Τόσο για την καθυστερημένη ανακοίνωση των μέτρων στήριξης, όσο και την ουσία επιμέρους ρυθμίσεων.
Κατά κύριο λόγο, τα βέλη στράφηκαν προς το Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο εμφανίστηκε ανέτοιμο να ανακοινώσει άμεσα μέτρα διευκόλυνσης, όπως την απαλλαγή επιχειρήσεων από την υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ για τα τιμολόγια που έχουν εκδοθεί, αλλά δεν θα εισπραχθούν λόγω της πτώχευσης. Μέτρο, όπως εξηγούν επιχειρηματίες του χώρου, το οποίο εφαρμόστηκε στο πρόσφατο παρελθόν με αφορμή την πτώχευση ρωσικών και δυτικοευρωπαϊκών tour operators, σε περίοδο που η χώρα δεσμευόταν από μνημόνια.
Κορυφαίοι παράγοντες του χώρου συνέδεαν τη δυστοκία του Υπ.Οικ. με τη διαδικασία αξιολόγησης και την παρουσία εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα εκείνες τις μέρες.
Το υπουργείο Τουρισμού, από την πλευρά του, ανακοίνωσε εξαρχής τη λειτουργία συντονιστικού κέντρου για τη διαχείριση της κατάστασης. Όπως προκύπτει, ωστόσο, εκ του αποτελέσματος, δεν κατάφερε να συντονίσει ούτε τους παράγοντες των κορυφαίων φορέων του τουρισμού. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με επιχειρηματίες του χώρου, ήταν να περισσεύουν οι εκτιμήσεις για το μέγεθος της ζημιάς από την πτώχευση.
Ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ) Αλέξανδρος Βασιλικός φρόντισε να πάρει αποστάσεις από πρόχειρες εκτιμήσεις και ανέθεσε στο Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) να εκπονήσει μελέτη για το θέμα. Την ίδια στιγμή, άλλοι κορυφαίοι παράγοντες του χώρου ανέβαζαν τις εκτιμώμενες ζημίες έως και στο μισό δισ. ευρώ.
Ο λογαριασμός
Σύμφωνα με ανεπίσημα αλλά επιβεβαιωμένα στοιχεία προερχόμενα από τον πτωχευμένο όμιλο, οι ζημιές για τις επιχειρήσεις που συνδέονται με τον Thomas Cook ανέρχονται σε 170 εκατ. ευρώ, από τα οποία 69,5 εκατ. ευρω αφορούν ξενοδοχεία της Κρήτης.
Η ζημιά για το διάστημα από την αναγγελία της πτώχευσης μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου (όταν ολοκληρώνεται η θερινή τουριστική περίοδος στις περισσότερες περιοχές) ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ.
Μόνο οι επιχειρήσεις που συνδέονταν με τον Thomas Cook και πλήττονται άμεσα από την κατάρρευσή του εκτιμάται ότι φτάνουν τις 500. Όλες τους συγκαταλέγονται στις πιο εμπορικές, υψηλής ζήτησης, επιχειρήσεις καταλυμάτων της χώρας.
Η ζημιά που καταγράφουν ισχυροί παίκτες της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς κυμαίνεται μεταξύ 1 και 3 εκατ. ευρώ έκαστος. Ενδεικτικά, ξενοδοχείο δυναμικότητας 150 δωματίων σε έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς της χώρας καταγράφει ζημιά 2 εκατ. ευρώ.
Και ενώ η συνολική ζημιά για τον ελληνικό τουρισμό και το σύνολο της οικονομίας θα αποτιμηθεί σε δεύτερο χρόνο, καταγράφονται ήδη οι πρώτες εκτιμήσεις για τα χρήματα που θα λείψουν από την αγορά, καθώς ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εξετάζουν περικοπές δαπανών για να «αντέξουν». Κατά κάποιους υπολογισμούς, που μένει να επιβεβαιωθούν, προκύπτει ένα ποσό της τάξης του 1 δισ. ευρώ, το οποίο αφορά σε εργασίες που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στα ξενοδοχεία ενόψει της επόμενης τουριστικής περιόδου (συντηρήσεις, ανακαινίσεις, αναβαθμίσεις), οι οποίες επανεξετάζεται αν θα προχωρήσουν ή και αναστέλλονται.
Κορυφαία ξενοδοχειακή πηγή εξηγούσε στο Euro2day.gr πως το 2018 δαπανήθηκαν για τέτοιες εργασίες στα ξενοδοχεία 1,6 δισ. ευρώ και υπολογίζεται πως από τον Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο του 2020 επρόκειτο να δαπανηθούν επιπλέον 1,5-2 δισ. ευρώ. Με τα νέα δεδομένα, ωστόσο, που διαμορφώνει η πτώχευση του Thomas Cook, φαίνεται πως επικρατούν δεύτερες σκέψεις σε πολλούς ξενοδόχους. Εκφράζεται, μάλιστα, η απαισιόδοξη εκτίμηση πως το ποσό που θα διατεθεί τελικά για αυτές τις εργασίες ενδέχεται να μην υπερβεί τα 500 εκατ. ευρώ.
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν περιπτώσεις ξενοδόχων οι οποίοι σκέφτονται να μην πραγματοποιήσουν ακόμα και χαμηλού κόστους εργασίες, όπως οι ελαιοχρωματισμοί λίγο πριν ανοίξουν τα ξενοδοχεία για την επόμενη καλοκαιρινή περίοδο.
Το κενό στην αγορά και τα στοιχήματα
Το κενό που άφησε πίσω του το «λουκέτο» στον Thomas Cook προσδιορίζει τα στοιχήματα που καλείται να κερδίσει άμεσα ο ελληνικός τουρισμός. Στοιχήματα που συνδέονται και με αναγκαίες προσαρμογές της στρατηγικής του σε ό,τι αφορά τις αλυσίδες παραγωγής και διανομής του τουριστικού προϊόντος της χώρας.
* Αεροπορικές θέσεις: Το κενό αέρος που δημιούργησε στον ελληνικό τουρισμό η πτώχευση του Thomas Cook φτάνει το 1.150.000 θέσεις. Σύμφωνα με παράγοντες του χώρου το 30%-35% προεξοφλείται πως θα καλυφθεί άμεσα από άλλους παίκτες. Παραμένει, ωστόσο, «τρύπα» 700-800 χιλιάδων θέσεων, που θα πρέπει να καλυφθούν με συντονισμένες ενέργειες της κυβέρνησης και επιχειρηματιών του χώρου.
Κορυφαίες ξενοδοχειακές πηγές επισημαίνουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος, καθώς οι ισχυρότεροι ταξιδιωτικοί όμιλοι της Ευρώπης εμφανίζονται να προτιμούν να τοποθετήσουν τα αεροπλάνα τους, κατά προτεραιότητα, σε άλλους προορισμούς της ανατολικής Μεσογείου όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία και το Μαρόκο, όπου εξασφαλίζουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Ακολουθεί, όπως υποστηρίζουν, η Ισπανία, με την Ελλάδα να ξεκινά το 2020 με σημαντικό χάντικαπ. Σε αυτή τη φάση, τουλάχιστον, καθώς οι τουρ οπερέιτορ αλλάζουν συχνά τους σχεδιασμούς τους.
Παράγοντες του χώρου, την ίδια στιγμή, σημειώνουν τον αναβαθμισμένο ρόλο των αεροπορικών εταιρειών στην αλυσίδα παραγωγής του τουριστικού προϊόντος. Εκεί, δηλαδή, όπου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό η τιμή διάθεσης και η ανταγωνιστικότητά του. Με αυτό το δεδομένο, οι ίδιες πηγές σημειώνουν το σημαντικό πλεονέκτημα βασικών ανταγωνιστών της Ελλάδας όπως η Ισπανία και η Τουρκία, οι οποίες ελέγχουν μεγάλο αριθμό αεροπορικών εταιρειών, μέσω των οποίων έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν διορθωτικά όποτε χρειάζεται. Στον αντίποδα, σημειώνουν, η Ελλάδα διαθέτει μόλις μία ισχυρή αεροπορική εταιρεία (Αegean Αirlines), η οποία ελέγχεται από ελληνικά κεφάλαια.
* Συμβόλαια ξενοδοχείων: Η κατάρρευση του Thomas Cook υποχρεώνει άμεσα εκατοντάδες ελληνικά ξενοδοχεία να αναζητήσουν νέα συμβόλαια για το 2020. Αυτό φέρνει σε πλεονεκτική θέση τους tour operators και διαμορφώνει συνθήκες μειώσεις των τιμών στα ξενοδοχεία. Η ασφυκτική πίεση, όμως, που αναμένεται να δεχθούν οι ξενοδόχοι δεν αφορά μόνο εκείνους που συνδέονταν με τον Thomas Cook αλλά όλους. Ακόμα και οι μεγαλοξενοδόχοι, οι οποίοι έχουν υπογράψει ισχυρά συμβόλαια με μεγάλους tour operators για το 2020 δεν κοιμούνται ήσυχοι. Και αυτό καθώς γνωρίζουν πως οι ξενοδόχοι που πιέζονται περισσότερο θα σπεύσουν να ρίξουν τις τιμές, προκειμένου να βρουν συμβόλαια. Και όταν συμβεί αυτό, η πίεση των tour operators θα μετατοπιστεί και στους μεγάλους της αγοράς. Όλα τότε θα κριθούν από τη διαπραγματευτική ισχύ του καθενός. Επιπρόσθετα θα πρέπει να συνυπολογιστεί η αιωρούμενη απειλή ενός πολέμου τιμών μεταξύ όλων των προορισμών της Μεσογείου.
* Κανάλια διανομής: Ο ελληνικός τουρισμός εμφανίζεται προσκολλημένος σε ένα μοντέλο διάθεσης του προϊόντος στο οποίο κυριαρχούν οι μεγάλοι (κατά προτεραιότητα) tour operators. Αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο το ρίσκο για τις επιχειρήσεις του τομέα αλλά και το σύνολο της οικονομίας σε περιπτώσεις χρεοκοπιών όπως αυτή του Thomas Cook. Ο ιδιότυπος «αναλφαβητισμός» του ελληνικού τουρισμού σε ό,τι αφορά τα κανάλια διανομής του προϊόντος καταγράφεται σε μία εποχή όπου ο ρόλος των tour operators συρρικνώνεται δραματικά, ενώ αναβαθμίζεται η θέση των ηλεκτρονικών γραφείων ταξιδίων (OTAs) και των ψηφιακών πλατφορμών τύπου Booking και Expedia, αναπτύσσονται αλματωδώς πλατφόρμες κράτησης ιδιωτικών κατοικιών όπως η Airbnb και καλπάζουν οι απευθείας online κρατήσεις από μεμονωμένους ταξιδιώτες. Είναι χαρακτηριστικό πως στη βρετανική αγορά, δεύτερη μεγαλύτερη του ελληνικού τουρισμού, το 52% των συνολικών κρατήσεων δεν πραγματοποιείται μέσω tour operator.