Τη γνωστή συνταγή του που περιλαμβάνει περικοπές αφορολόγητου, μείωση συντάξεων, χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και ευέλικτη αγορά εργασίας επαναλαμβάνει το Ταμείο στο πλαίσιο ανακοίνωσης στο πλαίσιο της έκθεσης του άρθρου 4 που θα συντάξει.
Χαιρετίζει την απόφαση της κυβέρνησης να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, ωστόσο στηλιτεύει αποφάσεις όπως η μη περικοπή του αφορολόγητου (σ.σ. αναφέρεται ως διεύρυνση φορολογικής βάσης) και τοποθετεί την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη σε μόλις 0,9%. Ζητά δε να εφαρμόσει «ένα ευρύ φάσμα εργαλείων πολιτικής και να ξεπεράσει τα μακροχρόνια οργανωμένα συμφέροντα, με στόχο να προωθήσει την μακροχρόνια ανάπτυξη σημαντικά πιο πάνω από τις τωρινές προβλέψεις».
Στην σκιά του ιδιαίτερα χαμηλού κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου εξακολουθεί να βάζει μακροπρόθεσμους αστερίσκους στη βιωσιμότητα του χρέους σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα δεν διασφαλίζεται κάτω από ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές».
Οσον αφορά τα πλεονάσματα εκτιμά ότι θα πιαστεί φέτος ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ αλλά ζητά από την κυβέρνηση και τους ευρωπαίους να συμφωνήσουν σε χαμηλότερους στόχους από το 2020.
Για τις τράπεζες το Ταμείο εκτιμά ότι το σχέδιο «Ηρακλής» (σ.σ. APS) θα βοηθήσει. Ωστόσο επιμένει ότι πρέπει να γίνουν γρηγορότερες κινήσεις και η εμπλοκή του δημοσίου να είναι περιορισμένη και επί τη βάση μιας ορθής σχέσης «κόστους/οφέλους». Σημειώνει δε ότι «η προστασία των στεγαστικών δανείων και τα έκτακτα καθεστώτα ρύθμισης για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές έχουν παρεμποδίσει την ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, έχουν υπονομεύσει την νοοτροπία πληρωμών και θα πρέπει να εκλείψουν μόνιμα».
Σε ότι αφορά τα δημοσιονομικά υποστηρίζει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά παράλληλα ζητά μείωση του αφορολόγητου ορίου, κόψιμο της προσωπικής διαφοράς και κατάργηση της «13ης σύνταξης». Οσο για τα εργασιακά χαρακτηρίζει «άξια στήριξης» μέτρα όπως η άρση των νέων περιορισμών στις απολύσεις και την πρόθεση να περιοριστεί η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία. «Τα σχέδια αναφορικά με την εισαγωγή ενός μηχανισμού εξαίρεσης από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις (opt-out) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», επισημαίνει αλλά ζητά περισσότερα.
Σε αυτό το πλαίσιο οι επτά «εντολές» του Ταμείου περιλαμβάνουν:
1. Για τις τράπεζες η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αναπτύξει μια πιο συνολική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική. Αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει πρωτίστως να είναι αγορακεντρικές, με οποιαδήποτε δημόσια στήριξη να υπόκειται σε μια δυναμική ανάλυση κόστους-οφέλους και να υποστηρίζονται από περαιτέρω βελτιώσεις του νομικού πλαισίου (π.χ. πιο αποδοτικές δικαστικές διαδικασίες και εκσυγχρονισμό του καθεστώτος αφερεγγυότητας).
2. Να μπει τέλος στην προστασία των στεγαστικών δανείων και τα έκτακτα καθεστώτα ρύθμισης για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές.
3. Να ξεκινήσει από το 2020 να εφαρμόζεται χαμηλότερος στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα
4. Να συνεχιστεί η πολιτική μείωσης των φορολογικών συντελεστών αλλά με ταυτόχρονη μείωση το αφορολόγητου (σ.σ. διεύρυνση της φορολογικής βάσης).
5. Στις συντάξεις να καταργηθεί η προσωπική διαφορά, και να τερματιστεί η παροχή «13ης σύνταξης»
6. Περισσότερες προσπάθειες για την εκ των πραγμάτων απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και των κλειστών επαγγελμάτων και για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
7. Να αποκατασταθούν πλήρως οι «μνημονιακές» ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.