Οι υπολογισμοί και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη που θα χρησιμοποιηθούν για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει δημοσιονομικό κενό το 2020 -και πόσο- θα είναι αυτοί της Κομισιόν και της Eurostat και όχι του υπουργείου Οικονομικών, διεμήνυσαν οι θεσμοί στην ελληνική πλευρά, στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στην Αθήνα.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του Euro2day.gr, παρά το γεγονός ότι ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας υποδέχθηκε τους εκπροσώπους των θεσμών με πολύ αναλυτικούς πίνακες και κοστολογημένο σχέδιο, οι τελευταίοι, από τους πρώτους πρόχειρους υπολογισμούς, εμφανίζονται να διαβλέπουν δημοσιονομικό κενό το 2020.
Μια πρώτη κουβέντα, άλλωστε, είχε ήδη γίνει και στο άτυπο Eurogroup στο Ελσίνκι.
Η διαφορά φιλοσοφίας
Το σημείο που περιπλέκονται τα πράγματα είναι ότι η κυβέρνηση αποδέχεται μεν να καταθέσει αντίμετρα σε περίπτωση κενού και να παραδώσει προϋπολογισμό με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2020, εντούτοις έχει διαφορετική φιλοσοφία για το είδος των μέτρων.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στην ολότητά τους οι φοροελαφρύνσεις που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ δημιουργούν το κενό, το οποίο αναμένεται να ποσοτικοποιηθεί πλήρως την άλλη εβδομάδα. Έτσι όπως παρουσιάστηκε με τους πρώτους πρόχειρους υπολογισμούς, πληροφορίες μιλούν για ποσό που φτάνει έως και το 1,8 δισεκατομμύριο ευρώ. Με την αναχώρηση των θεσμών, θα ξεκινήσει ένα «πάρε-δώσε», ώστε να συμφωνηθούν τα μέτρα που θα μπορέσουν να κλείσουν τη διαφορά.
Οι πληροφορίες ωστόσο αναφέρουν ότι ο Κ. Μητσοτάκης έχει δώσει εντολή στο οικονομικό επιτελείο να μην κάνει πίσω στα μέτρα της ΔΕΘ και να βρει εναλλακτικές λύσεις.
Εδώ σημειώθηκε η πρώτη διαφωνία. Οι απόψεις (γιατί περί απόψεων πρόκειται ακόμα) του ΥΠΟΙΚ, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες από την πλευρά των δανειστών, σχετίζονται είτε με έκτακτα (one off) μέτρα, είτε αναπτυξιακές κινήσεις που είναι αδύνατο να ποσοτικοποιηθούν, είτε ρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν πρώτη φορά και είναι επίσης αδύνατο να προβλεφθεί εάν θα πετύχουν.
Ένα παράδειγμα που έδωσε χθες πηγή του ΥΠΟΙΚ αφορούσε στην ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Το δεύτερο «φρένο» έχει να κάνει με την επιθυμία της κυβέρνησης να χρησιμοποιηθούν τα κέρδη από την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα των προγραμμάτων ANFAs και SNPs για να κλείσει η όποια τρύπα το 2020. Οι θεσμοί δεν παρουσιάστηκαν θερμοί στην ιδέα αυτή και προτείνουν «καθαρές λύσεις».
Άλλωστε, όπως είχαμε γράψει, η επιστροφή των κερδών δεν θα έρθει πριν το 2020 και εφόσον ο προϋπολογισμός του 2020 και η τέταρτη αξιολόγηση πάρουν το «πράσινο φως». Μετά θα αρχίσει και η συζήτηση για την εκταμίευση των κερδών, αλλά και το πώς θα χρησιμοποιηθούν.
Άλλο ένα σημείο συζήτησης έχει να κάνει με το κατά πόσο θα μπορέσει η Ελλάδα να πετύχει υψηλή απορρόφηση εσόδων από φόρους, όπως ο ΦΠΑ, εάν η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία μπουν σε υφεσιακή τάση.
Από τους θεσμούς διαμηνύθηκε ότι η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει πoιο «βαγόνι ρητορικής» θα ακολουθήσει, αν δηλαδή θα επικαλεστεί, ώστε να εξηγήσει τη χαμηλότερη ανάπτυξη από το προβλεπόμενο, τις διεθνείς εξελίξεις -άρα και ευελιξία στα δημοσιονομικά- ή θα επιμείνει στη στόχευση για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης 3% του ΑΕΠ πάρα τους εξωγενείς παράγοντες.
Η ρητορική μέχρι τώρα είναι ότι εάν εφαρμοστεί το πακέτο της ΔΕΘ στην ολότητ;a του, η χώρα μπορεί να πετύχει ανάπτυξη 3%. Εάν, όμως, οι θεσμοί οριστικοποιήσουν δημοσιονομικό κενό, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλέξει πoια λογική θα ακολουθήσει.
Παρά τις διαβεβαιώσεις από το υπουργείο Oικονομικών ότι στο τραπέζι δεν βρίσκονται αυξήσεις σε φόρους ή περικοπές δαπανών, οι δανειστές εκτιμούν ότι ακόμα είναι αρχή και ότι τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Συνεπώς η κυβέρνηση έχει δύο επιλογές:
1. Να καταθέσει προϋπολογισμό για το 2020 γραμμένο όπως θέλει, ακόμα και με μέτρα στα οποία δεν έχει οριστικοποιηθεί κοινή γραμμή σε ό,τι αφορά την ποσοτικοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση, θα επιστρέψουν οι επικεφαλής των θεσμών στο τέλος Οκτωβρίου, για να συνεχίσει η διαπραγμάτευση επί του προϋπολογισμού.
2. Να οριστικοποιηθούν όλα πριν την κατάθεση του προϋπολογισμού στις Βρυξέλλες και να δοθεί το «πράσινο φως», ώστε να επικυρωθεί και η πρώτη πράξη εμπιστοσύνης προς τη νέα κυβέρνηση.
Επίσης δεν περνάει απαρατήρητη η προτροπή του απερχόμενου προέδρου της ΕΚΤ, Mario Draghi, ότι όσο πιο γρήγορα προχωρήσει η Ελλάδα, τόσο πιο κοντά θα βρίσκεται στην ένταξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.