Τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές πάνω από 3.000 ευρώ, εφόσον πληρούν το κριτήριο εισοδήματος (έως 10.000 ευρώ) και καταβάλουν υπό μορφή προκαταβολής το υπερβάλλον, πέραν των 3.000 ευρώ, χρέος, μπορούν να επωφεληθούν από μηδενικό επιτόκιο στη ρύθμιση των 120 δόσεων.
Οι επιχειρήσεις, από την άλλη πλευρά, με την καταβολή προκαταβολής μπορούν να μειώσουν δραστικά τις προσαυξήσεις και να ξεμπλοκάρουν τους δεσμευμένους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Η εγκύκλιος οδηγιών που εκδόθηκε από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ξεκαθαρίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες γίνεται αποδέσμευση των «κλειδωμένων» τραπεζικών λογαριασμών ενώ ορίζει ότι το μειωμένο επιτόκιο (από 5% σε 3% για όλους) θα έχει πρακτική εφαρμογή δύο μήνες μετά τη δημοσίευση των νέων διατάξεων (31 Ιουλίου), επομένως από τον Οκτώβριο.
Το νέο λίφτινγκ στη ρύθμιση των 120 δόσεων έχει ανεβάσει τον ρυθμό υποβολής αιτήσεων, με τη νέα πλατφόρμα να έχει υποδεχθεί 17.000 αιτήσεις και συνολικά να έχουν ενταχθεί σε ρύθμιση οφειλών 318.101 ΑΦΜ.
Το μέγεθος δεν είναι αμελητέο, αλλά συγκριτικά μικρό, εάν αναλογιστεί κανείς ότι 4,1 εκατομμύρια φορολογούμενοι έχουν σήμερα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία. Το κεφάλαιο το οποίο μέχρι σήμερα έχει ρυθμιστεί, φτάνει το 1,877 δισ. ευρώ και μαζί με 604,1 εκατ. ευρώ προσαυξήσεων αγγίζει τα 2,482 δισ. ευρώ χρεών, ενώ οι εισπράξεις από τις πρώτες δόσεις έφτασαν αισίως τα 258 εκατ. ευρώ.
Το «κλειδί» της προκαταβολής
Με το δέλεαρ της προκαταβολής, το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει γρήγορα έσοδα στο δημόσιο ταμείο. Το «αντίδωρο» είναι ισχυρό. Ο οφειλέτης, καταβάλλοντας προκαταβολή, μπορεί να μειώσει τις συνολικές προσαυξήσεις, να αποφύγει τη χρέωση επιτοκίου ή να επιταχύνει τις διαδικασίες αποδέσμευσης του τραπεζικού του λογαριασμού.
Το παράδειγμα της εγκυκλίου της ΑΑΔΕ είναι κατατοπιστικό. Φορολογούμενος με βασική οφειλή 100.000 ευρώ, η οποία επιβαρύνεται με προσαυξήσεις/τόκους εκπρόθεσμης καταβολής 20.000 ευρώ, επιλέγει πρόγραμμα ρύθμισης 120 δόσεων για το οποίο, βάσει του νόμου, τυγχάνει απαλλαγής προσαυξήσεων/τόκων 10%.
Εφόσον προκαταβάλλει ποσό 5.000 ευρώ, οι προσαυξήσεις/τόκοι θα μειωθούν ισόποσα και θα διαμορφωθούν σε 15.000 ευρώ (ήτοι 20.000-5.000). Στο εναπομείναν ποσό των 15.000 ευρώ θα υπολογιστεί και η απαλλαγή 10%, ήτοι οι τόκοι/προσαυξήσεις θα διαμορφωθούν τελικώς σε 13.500 ευρώ [ήτοι 15.000-(10%Χ15.000)]. Πρώτο μπόνους, με την υποσημείωση ότι το ελάχιστο ποσό της προκαταβολής είναι το διπλάσιο της μηνιαίας δόσης του προγράμματος ρύθμισης που έχει επιλέξει ο οφειλέτης, ενώ υπάρχει η υποχρέωση καταβολής της μέσα σε τρεις ημέρες από την υποβολή της αίτησης.
Το δεύτερο μπόνους συνδέεται με το επιτόκιο. Ο νόμος ορίζει ότι κατ' εξαίρεση, βασικές συνολικές οφειλές ανά Υπηρεσία μέχρι 3.000 ευρώ που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης εξακολουθούν να μην επιβαρύνονται με προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο και το συνολικό εισόδημά του (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό) κατά το φορολογικό έτος 2017 δεν υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ.
Στην περίπτωση της προκαταβολής που επιλέγει ο φορολογούμενος, το όριο των 3.000 ευρώ ανά υπηρεσία διαμορφώνεται με την αφαίρεση της προκαταβολής. Για παράδειγμα, φορολογούμενος φυσικό πρόσωπο με εισόδημα έως και 10.000 ευρώ, με βασική οφειλή 4.500 ευρώ η οποία επιβαρύνεται με προσαυξήσεις/τόκους εκπρόθεσμης καταβολής 1.500 ευρώ, εφόσον προκαταβάλλει 1.500 ευρώ, δεν θα επιβαρυνθεί με τον τόκο της ρύθμισης.
Ξεμπλοκάρισμα λογαριασμών
Με τις νέες διατάξεις οι οποίες τέθηκαν σε πρακτική εφαρμογή από τις αρχές Σεπτέμβρη, προβλέπεται πλέον ότι οι φορολογούμενοι οι οποίοι εντάσσουν τις οφειλές τους στη ρύθμιση των 120 δόσεων, εκτός από προστασία έναντι μελλοντικών κατασχέσεων, κερδίζουν και τον περιορισμό των συνεπειών των κατασχέσεων απαιτήσεων που έχουν ήδη επιβληθεί στα χέρια τρίτων, με τη θεσμοθέτηση της αποδέσμευσης των μελλοντικών απαιτήσεων. Πρακτικά, αν η εφορία έχει «τρυπώσει» στον τραπεζικό τους λογαριασμό, θα σταματήσει εφεξής και όσο τηρείται η ρύθμιση, να μπλοκάρει την κίνηση του λογαριασμού αυτού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να επιστρέψει όσα ήδη έχουν κατασχεθεί.
Η εγκύκλιος ορίζει ότι «εξαιρετικά» κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης, περιορίζονται οι συνέπειες των κατασχέσεων που έχουν επιβληθεί στα χέρια παντός τρίτου, υπό την έννοια της αποδέσμευσης και απόδοσης κατά νόμο των μελλοντικών απαιτήσεων, ήτοι των απαιτήσεων που γεννώνται μετά τη γνωστοποίηση στον τρίτο της Βεβαίωσης Αποδέσμευσης και εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. Εχει εξοφληθεί τουλάχιστον η πρώτη δόση της ρύθμισης ή έχει καταβληθεί η προκαταβολή,
2. Η κατάσχεση αφορά αποκλειστικά χρέη που έχουν ρυθμιστεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 98 έως 109 του ν. 4611/2019, όπως ισχύει, και δεν περιλαμβάνει άλλα χρέη που δεν ρυθμίζονται κατά τις διατάξεις αυτές.
Κρίσιμος χρόνος για την έναρξη εφαρμογής της αποδέσμευσης λογαριασμών είναι ο χρόνος γνωστοποίησης της Βεβαίωσης Αποδέσμευσης στον τρίτο από τον οφειλέτη με κάθε πρόσφορο μέσο, το αργότερο εντός μηνός από την έκδοσή της. Από τη γνωστοποίηση της Βεβαίωσης στον τρίτο αποδεσμεύονται και αποδίδονται κατά νόμο αποκλειστικά μελλοντικές απαιτήσεις, ήτοι απαιτήσεις που γεννώνται μετά τη γνωστοποίηση. Αντιθέτως, ποσά απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέχρι τη γνωστοποίηση στον τρίτο της Βεβαίωσης αποδίδονται στο Δημόσιο.
Σε κάθε περίπτωση, ποσά απαιτήσεων που έχουν αποδοθεί ή αποδίδονται στο Δημόσιο δεν επιστρέφονται και πιστώνονται έναντι της δόσης ή των δόσεων της ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια αυτής και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων αναπτύσσουν πλήρως τις έννομες συνέπειές τους αναφορικά με τις μελλοντικές απαιτήσεις, ήτοι τις απαιτήσεις που τυχόν γεννήθηκαν και δεν έχουν αποδοθεί από τη γνωστοποίηση της Βεβαίωσης Αποδέσμευσης και μέχρι τη γνωστοποίηση στον τρίτο της ανατροπής της ρύθμισης καθώς και τις λοιπές μελλοντικές απαιτήσεις, ενώ τυχόν αποκτηθέντα στο μεταξύ δικαιώματα ή αξιώσεις τρίτων δεν αντιτάσσονται έναντι του κατασχόντος Δημοσίου.