Καμπανάκι κινδύνου αναφορικά με το ύψος του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος κρούει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή με τον επικεφαλής Φραγκίσκο Κουτεντάκη να δηλώνει χαρακτηριστικά πως «ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ παραμένει εφικτός αλλά με αυξημένο ρίσκο».
Οι κίνδυνοι απορρέουν κυρίως από τις επεκτατικές κινήσεις δημοσιονομικής πολιτικής τόσο της προηγούμενης όσο και της νέας κυβέρνησης ενώ το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή συμμερίζεται την αναγκαιότητα μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, πολύ περισσότερο δε εξαιτίας του γεγονότος ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής δεν μεταδίδεται με την ίδια ισχύ στην Ελλάδα, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης καθώς η χώρα συνεχίζει να στερείται της επενδυτικής βαθμίδας. Υπ’ αυτό το πρίσμα η διαφαινόμενη επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας θεωρείται πως αποτελεί ένα ακόμα επιχείρημα για την ανάγκη χαλάρωσης των στόχων επί των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Τα πρώτα δείγματα στο δημοσιονομικό μέτωπο, μετά την αξιολόγηση των επιδόσεων του πρώτου εξαμήνου του έτους αναδεικνύουν κίνδυνο αποκλίσεων, χωρίς όμως το ΓΠΚΒ να διατυπώνει εκτιμήσεις για απώλεια του στόχου. Το αντίθετο. Συνεχίζει να θεωρεί το στόχο εφικτό επισημαίνοντας όμως κινδύνους.
Στην έκθεση του δεύτερου τριμήνου η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, το ΓΠΚΒ αφού σημειώνει τους κινδύνους στο εξωτερικό περιβάλλον κυρίως εξαιτίας των εμπορικών διενέξεων με επακόλουθο αναταραχές στις αγορές, επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και τον κίνδυνο ενός άτακτου Brexit τονίζει ότι στο εσωτερικό περιβάλλον, «η βασική εστία ανησυχίας αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη».
Στο πρώτο εξάμηνο του έτους το ΓΠΚΒ διαπιστώνει επιδείνωση του πρωτογενούς αποτελέσματος κατά 2,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, με ένα μέρος της υστέρησης να οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες όπως τα μειωμένα έσοδα και οι αυξημένες δαπάνες από το ΠΔΕ και το μειωμένο μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος.
«Σημαντικό μέρος, ωστόσο, οφείλεται στα επεκτατικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και αναμένεται να διευρυνθεί από την επιπρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ (205 εκατ. ευρώ) που νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμούμε ότι ο στόχος του 3,5% για το 2019 παραμένει εφικτός, ωστόσο, έχουν αυξηθεί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι».
Κίνδυνοι και για την ανάκαμψη
Η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην ευρωζώνη, δεν μπορεί παρά να επηρεάσει και την ελληνική οικονομία η οποία μάλιστα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης συνεχίζει να είναι περισσότερο ευάλωτη για δύο πολύ ουσιαστικούς λόγους.
Αφενός η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής την οποία αναμένεται να επιταχύνει η ΕΚΤ προκειμένου να περιορίσει τις υφεσιακές τάσεις δεν «φτάνει» στην Ελλάδα καθώς τα ελληνικά ομόλογα στερούνται της επενδυτικής βαθμίδας, αφετέρου η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να κινηθεί στη στενωπό που επιβάλλουν οι μεταμνημονιακοί περιορισμοί για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή τάσσεται υπέρ της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να προκύψει έξτρα δημοσιονομικός χώρος δημιουργώντας περιθώρια μείωσης των φόρων, αύξησης των επενδύσεων αλλά και των δαπανών κοινωνικής προστασίας και επιπρόσθετα τονίζει ότι θα πρέπει να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε τα ελληνικά ομόλογα να αναβαθμιστούν και να κερδίσουν έτσι τη συμμετοχή τους σε ένα νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Χαρακτηριστικά στην έκθεση σημειώνεται ότι: «Η Ελλάδα εξήλθε από μια μακροχρόνια ύφεση και η ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2017 μπορεί να απειληθεί από την επιβράδυνση που υπάρχει στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ γίνεται περισσότερο επεκτατική, ωστόσο, η χώρα μας δεν επωφελείται επαρκώς από τις ευνοϊκές επιδράσεις της νομισματικής χαλάρωσης. Στο προσεχές διάστημα, θα πρέπει να προωθηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα διασφαλίσουν την αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα ώστε να γίνουν επιλέξιμα για συμμετοχή σε ένα νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για το σύνολο της οικονομίας και θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στη βιωσιμότητα του χρέους και στους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πέρα όμως από τη νομισματική χαλάρωση θα πρέπει και η δημοσιονομική πολιτική να συνηγορήσει προς την ίδια κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί εύλογο αίτημα από την πλευρά της χώρας μας και δηλωμένη πρόθεση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων. Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα μπορούσε να επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζοντας τελικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενη Έκθεση, η δημοσιονομική πολιτική έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και κάθε κυβέρνηση τη διαχειρίζεται ανάλογα με τις πολιτικές της προτεραιότητες, για αυτό και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό στη δημοκρατία, προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας».