Αμφότερα τα σχέδια για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων (Non Performing Exposures - NPEs) επιδιώκει να νομοθετήσει η κυβέρνηση, καθώς έχει, όπως όλα δείχνουν, το «πράσινο φως» από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τους θεσμούς να γίνει ό,τι είναι απαραίτητο, προκειμένου οι εγχώριες τράπεζες να επανέλθουν στην κανονικότητα.
Η ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, με την οποία γνωστοποιείται η πρόθεση της κυβέρνησης να αξιοποιήσει συνδυαστικά τα σχέδια της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία.
Το επιτελείο Μητσοτάκη, μέσω του Γ. Ζαββού και του νυν υπουργού Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα, ήταν εδώ και μήνες σε ανοικτή γραμμή με τις αρχές και τους θεσμούς για το θέμα, έχοντας διενεργήσει την απαραίτητη προεργασία. Το κλίμα στις Βρυξέλλες ήταν και παραμένει θετικό για την προώθηση και των δύο σχεδίων υποβοήθησης της προσπάθειας των τραπεζών να μειώσουν γρήγορα τα NPEs σε μονοψήφια ποσοστά ως το τέλος του 2021.
Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία αξιολόγηση της Κομισιόν ζητούσε από την κυβέρνηση και τις αρχές να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επεξεργασία, προώθηση και έγκριση των σχεδίων που επεξεργάστηκαν ΤΧΣ και TτE, σημειώνοντας ότι πρέπει να εξετασθούν όλες οι διαθέσιμες επιλογές πολιτικής.
Μάλιστα, ανέφερε ότι πρέπει να διερευνηθεί η συμπληρωματικότητα, μεταξύ του Asset Protection Scheme (σχέδιο ΤΧΣ) και της ίδρυσης μιας εταιρείας διαχείρισης προβληματικών περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Company - ACM), που προωθεί το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, ψέγοντας την προηγούμενη κυβέρνηση για το γεγονός ότι δεν λειτούργησε η σχετική ομάδα εργασίας.
Η επιβεβαίωση της θετικής στάσης των θεσμών ήρθε αυτή την εβδομάδα από τον νέο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) Andrea Enria. Ο διάδοχος της Ντ. Νουί, μιλώντας στους εγχώριους τραπεζίτες, σημείωσε ότι είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα του αποθέματος των NPEs, που πρέπει να γίνει ό,τι είναι απαραίτητο για τη μείωσή τους σε επίπεδα κοντινά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Τάχθηκε μάλιστα, σε προσωπικό επίπεδο, υπέρ της πρότασης της ΤτE, όπως κατέγραψε η στήλη «Στρατηγικός Αναλυτής». Η στάση του ερμηνεύτηκε ως ενθάρρυνση προώθησης και των δύο υφιστάμενων σχεδίων, εφόσον βέβαια αποδειχθούν συμπληρωματικά.
Για τον σκοπό αυτό θα συσταθεί εκ νέου και θα λειτουργήσει ομάδα τεχνικής επεξεργασίας, η οποία θα ορίσει το πεδίο εφαρμογής των δύο προτεινόμενων σχεδίων, το πώς πληρούνται οι εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις, εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση και τηρούνται οι κανόνες απαγόρευσης κρατικής ενίσχυσης. Τέλος, θα πρέπει να προκύπτει εναργώς ο αντίκτυπος των λύσεων στους ισολογισμούς των τραπεζών και στο κρατικό χρέος.
Στην ομάδα εργασίας θα συμμετέχουν η JP Morgan, που εκτελεί χρέη συμβούλου της κυβέρνησης για τα σχέδια συλλογικής υποβοήθησης, εκπρόσωποι του υπουργείου Οικονομικών, της TτE και του ΤΧΣ. Σημειώνεται ότι για το σχέδιο της TτE, χρέη χρηματοοικονομικού συμβούλου έχει η Rothschild.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, τα δύο σχέδια λειτουργούν συμπληρωματικά. Η παροχή κρατικής εγγύησης επί των ομολόγων πρώτης διαβάθμισης (senior note) μπορεί να καλύψει περιορισμένο ύψος προς τιτλοποίηση δανείων (σ.σ. δάνεια ονομαστικής αξίας ως 20 δισ.), ενώ αποτελεί προτιμητέα λύση για τιτλοποιήσεις συγκεκριμένων υποκατηγοριών δανείων (π.χ. ενυπόθηκα δάνεια μικρομεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων).
Το σχέδιο της TτE μπορεί να καλύψει τα καταγγελμένα δάνεια (σ.σ. περίπου 20 δισ. ευρώ), για τα οποία οι τράπεζες έχουν σχηματίσει, κατά μέσο όρο, προβλέψεις που ξεπερνούν ελαφρώς το 60% της ονομαστικής τους αξίας.
Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υψηλής συμμετοχής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (16 δισ. ευρώ) στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών. Πρόβλημα που αργά ή γρήγορα θα βρουν μπροστά τους, στον δρόμο επανόδου στην κανονικότητα, εκτός και αν η κερδοφορία τους εκτοξευθεί τα προσεχή χρόνια.