Η ξεκάθαρη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές θα τύχει θερμής υποδοχής από τους επενδυτές. Όμως δεν αλλάζει άρδην τις συνθήκες για την οικονομία, καθώς η νέα κυβέρνηση θα περιορίζεται από τη μεταμνημονιακή συμφωνία με την ΕΕ, επισημαίνει σε έκθεσή της η Capital Economics.
Ενώ η νίκη της Νέας Δημοκρατίας ήταν αναμενόμενη, η καλή είδηση είναι ότι εξασφάλισε πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αυτό θα επιτρέψει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να προχωρήσει τη φιλική προς τις αγορές ατζέντα του, χωρίς μια κυβέρνηση συνασπισμού. Επίσης, σημαίνει ότι η Ελλάδα λογικά θα αποφύγει μια νέα προσφυγή στις κάλπες τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με παρόμοιες προκλήσεις με την προηγούμενη. Πρώτον, δεν έχει έλεγχο της μακροοικονομικής πολιτικής. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ σημαίνει ότι δεν έχει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Και παρά το ότι η χώρα βγήκε από τα μνημόνια στα μέσα του 2018, υπόκειται σε «μεταμνημονιακή εποπτεία», που μοιάζει εντυπωσιακά με ένα μνημόνιο. Για παράδειγμα, η Αθήνα θα λάβει πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, εάν επιδείξει προσήλωση σε σφιχτή δημοσιονομική πολιτική.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη δεσμευτεί να πετύχει τον υφιστάμενο στόχο του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2020. Η προηγούμενη κυβέρνηση εμφάνισε ακόμη μεγαλύτερο πλεόνασμα πέρυσι, κυρίως επειδή δεν προχώρησε στις προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις. Όμως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ανακοινώσει θετικά μέτρα αξίας άνω του 1% του ΑΕΠ και η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευτεί προεκλογικά για θετικά μέτρα ύψους 1,5-2% του ΑΕΠ. Η ΕΕ ενδέχεται να κάνει «τα στραβά μάτια» για τυχόν δημοσιονομική απόκλιση φέτος, αλλά λογικά θα κρατήσει σκληρή γραμμή για το 2020.
Τρίτον, η Ελλάδα βαρύνεται ακόμη από το υψηλό χρέος, μακράν το μεγαλύτερο στην ΕΕ, στο 183% του ΑΕΠ στα τέλη του 2018. Αν και το χρέος έχει αναδιαρθρωθεί με ευνοϊκούς όρους, το επιτοκιακό βάρος είναι ακόμη το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την Ιταλία.
Τέλος, η μοίρα της ελληνικής οικονομίας βασίζεται κατά πολύ στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο διορισμός νέων προέδρων σε Κομισιόν και ΕΚΤ ενδέχεται να ανοίξει τον δρόμο για πιο ουσιαστική ελάφρυνση χρέους. Η Κριστίν Λαγκάρντ γνωρίζει ότι το ΔΝΤ θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο. Όμως η όποια πρόταση διαγραφής χρέους θα τύχει αντίστασης από το Βερολίνο και θα προκαλέσει ερωτήματα για το αν αποτελεί προηγούμενο για την υπόθεση της Ιταλίας. Οπότε, δεν ευελπιστούμε σε καλύτερη λύση για την Ελλάδα σύντομα, καταλήγει ο οίκος.