Σενάρια νέας εξόδου στις αγορές στο αμέσως προσεχές διάστημα μετά τις εθνικές κάλπες τροφοδοτεί η ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, αποτέλεσμα του πανευρωπαϊκού ράλι αλλά και των προσδοκιών της επενδυτικής κοινότητας για αλλαγή του μείγματος της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, έτοιμος να πατήσει το κουμπί της έκδοσης ανά πάσα χρονική στιγμή.
Η προεργασία είχε γίνει ήδη από τον περασμένο Απρίλη, όταν τα σενάρια μπήκαν στο συρτάρι μετά την ανοδική κίνηση των αποδόσεων, ως αποτέλεσμα μιας σειράς μονομερών ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης, με φόντο παροχές και υπαναχωρήσεις στις μεταρρυθμίσεις. Έκτοτε και ιδίως μετά τις ευρωεκλογές, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων καταγράφουν το ένα ιστορικό χαμηλό μετά το άλλο και στην αγορά έχουν καλλιεργηθεί προσδοκίες για άμεση έκδοση ακόμα και δεκαπενταετούς ομολόγου.
Μια τέτοια κίνηση, παρότι από ορισμένους παράγοντες της αγοράς κρίνεται ότι ενέχει ρίσκο, δεδομένου ότι σπάει τη γραμμή του 2032, όταν ανακύπτουν και πάλι ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, αν και οι «συντηρητικοί» του χώρου θα έβλεπαν πιθανότερη μια επανέκδοση πενταετών, επταετών ή δεκαετών ομολόγων.
Το παράθυρο ευκαιρίας πάντως έχει ανοίξει. Χθες, στα δεκαετή ομόλογα -μέση απόδοση ΟΔΔΗΧ στο 2,08%- το κοντέρ έγραψε ακόμα και 1,99%. Στα πενταετή ομόλογα, οι αποδόσεις με τη διάσπαση του φράγματος του 1% (μέσο yield χθες 1,03%), καταγράφοντας πτώση 257 μονάδων βάσης σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα. Η επιτάχυνση του ρυθμού αποκλιμάκωσης τις τελευταίες εβδομάδες, μετά και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, είναι εντυπωσιακή. Στις 24 Μαΐου, παραμονές των ευρωεκλογών, το πενταετές ομόλογο είχε απόδοση 2,04% με ετήσια μείωση στις 156 μονάδες. Πρακτικά, σε διάστημα μικρότερο από ενάμιση μήνα, το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου στα πενταετή ομόλογα έχει περιοριστεί στο μισό, από 2,04% σε 1,03%.
Το ίδιο ισχύει και στις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων. Στις 5 Ιουνίου, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους δανείστηκε μέσω εντόκων γραμματίων για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου 1,625 δισ. ευρώ, με επιτόκιο 0,41%, ενώ στη χθεσινή αντίστοιχη δημοπρασία αντλήθηκαν επίσης 1,625 δισ. ευρώ, με το επιτόκιο όμως να συρρικνώνεται σε 0,23%.
Η δραστική αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις τις οποίες έχουν προαναγγείλει ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για τη μείωση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, δεδομένου ότι επηρεάζει τους υπολογισμούς βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Αναλυτές (ενδεικτικές οι εκτιμήσεις της Eurasia) θεωρούν πάντως πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί πριν το 2020 και αφού νωρίτερα η νέα κυβέρνηση έχει δώσει σαφή και μετρήσιμα δείγματα αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επαναλαμβάνει συχνά πυκνά το τελευταίο διάστημα την ανάγκη μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,2% του ΑΕΠ έως το 2022, έναντι 3,5% του ΑΕΠ. Σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο ανέδειξε την παράμετρο μείωσης των πλεονασμάτων ως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επιπλέον εκτιμά πως εάν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν υψηλότερος κατά μία μονάδα σε σχέση με τις αρχικές παραδοχές απευθείας, η επίπτωση στο μονοπάτι βιωσιμότητας του χρέους θα ήταν πολλαπλάσια (1,8 φορές) σε σχέση με μία μονάδα επιπλέον πρωτογενών πλεονασμάτων.