Ασφαλιστικό: Τα «αγκάθια» για τον νέο υπουργό Εργασίας

Ο δικαστικός πολιορκητικός κριός που ενδέχεται να γκρεμίσει το υπάρχον ασφαλιστικό αλλά και τα διεκδικούμενα αναδρομικά, δύο από τα πλέον δύσκολα θέματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση. Τα ανοικτά μέτωπα.

Ασφαλιστικό: Τα «αγκάθια» για τον νέο υπουργό Εργασίας

Πολλά μεγάλα ανοιχτά μέτωπα και προβλήματα που επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων εργαζομένων και ασφαλισμένων αναμένεται να βρει μπροστά της η νέα ηγεσία του υπουργείου Εργασίας. Το διακύβευμα είναι τεράστιο, καθώς οι όποιες αποφάσεις ληφθούν θα αφορούν 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχους, 3,5 εκατομμύρια εργαζόμενους και εκατοντάδες χιλιάδες άνεργους.

Στο ασφαλιστικό, μία «εν αναμονή» δικαστική απόφαση, που αφορά τον νόμο Κατρούγκαλου και η οποία εκτιμάται ότι παρά τη σημαντική και για πολλούς «ύποπτη» καθυστέρηση, θα εκδοθεί μετά τις εκλογές, ενδέχεται να συνθλίψει τόσο δημοσιονομικά όσο και διοικητικά το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.

Μάλιστα, αν και το θέμα των αναδρομικών διεκδικήσεων θεωρείται μέγιστο, καθώς το κόστος της δικαίωσης όλων των ενδιαφερομένων-συνταξιούχων που διεκδικούν την επιστροφή ποσών τα οποία, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) του 2015, κόπηκαν από τις συντάξεις τους αντισυνταγματικά, είναι απαγορευτικό, μια πιθανή δικαστική αποδόμηση της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα έχει πολλαπλασιαστικά αρνητικά αποτελέσματα. Τα οποία εκτιμάται ότι μπορεί να τινάξουν στον αέρα τους σχεδιασμούς της επόμενης κυβέρνησης. Ή να ανοίξει τον δρόμο για την υλοποίηση της επόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης…

Οι διατάξεις του νόμου που ψηφίστηκε την Άνοιξη του 2016 κι έχει μείνει γνωστός ως νόμος Κατρούγκαλου κι έχουν μπει στο μικροσκόπιο του ΣτΕ μετά από προσφυγές, αφορούν τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων που εφαρμόστηκε τελικά χωρίς περικοπές, τον επανυπολογισμό και τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων, την υπαγωγή όλων των ασφαλισμένων στον ΕΦΚΑ καθώς και τον υπολογισμό των εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες.

Ως προς το επίμαχο και ουσιαστικό θέμα του προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, η κυβέρνηση αναγνώρισε εμμέσως το πρόβλημα, κυρίως για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, προχωρώντας στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, ενώ και η αντιπολίτευση προτείνει σημαντικό περιορισμό, κατά 25%, της επιβάρυνσης.

Καθοριστική για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος θεωρείται και η κρίση για το εάν έπρεπε να ενταχθούν ή όχι οι μη μισθωτοί στον ΕΦΚΑ, λόγω της διαφορετικής φύσης της απασχόλησης των εν λόγω επαγγελματικών ομάδων. Μια πιθανή απόφαση που θα κρίνει την ένταξη αντισυνταγματική θεωρείται δεδομένο ότι θα τινάξει την ήδη δύσκολη διοικητική αναδιάρθρωση του ΕΦΚΑ στον αέρα. Και βέβαια, στις κρίσιμες διατάξεις εντάσσονται τόσο αυτές για τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων όσο, και κυρίως, αυτές για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων παροχών.

Στην πρώτη περίπτωση, των νέων συντάξεων, ο κίνδυνος που ελλοχεύει αφορά τη δημοσιονομική εικόνα του συστήματος κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς οι δραματικά μειωμένες νέες συντάξεις που προβλέπει για τους νέους συνταξιούχους ο νόμος Κατρούγκαλου είναι αυτές που δίνουν ανάσα στο σύστημα, περιορίζοντας και αναλογιστικά τη συνταξιοδοτική δαπάνη, ώστε να ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή του επανυπολογισμού, το διακύβευμα είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς συνδέεται άμεσα και με την απόφαση του ΣτΕ του 2015. Αν ο επανυπολογισμός κριθεί αντισυνταγματικός, τότε καταρρέει όλη η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία ο νόμος Κατρούγκαλου θεράπευσε τις αντισυνταγματικές περικοπές των δύο πρώτων μνημονίων. Και τότε, μια δημοσιονομική βόμβα που ξεκινά από τα 4 δισ. ευρώ και μαξιμαλιστικά ενδέχεται να φθάσει τα 15 δισ. ευρώ αναμένεται να ταράξει συθέμελα το σύστημα. Οι περικοπές που κρίθηκαν ήδη αντισυνταγματικές αγγίζουν 1,2 εκατομμύρια συνταξιούχους, ενώ η κατάργηση των δώρων που είχαν διαμορφωθεί σε σταθερό ποσό 800 ευρώ ετησίως αφορά τους πάντες, δηλαδή 2,5 εκατομμύρια. Μάλιστα, στον ΕΦΚΑ εκτιμούν ότι πάνω από 1,6 εκατομμύριο ηλεκτρονικές αιτήσεις έχουν υποβληθεί στην ψηφιακή του πλατφόρμα ενώ υπολογίζεται πως και σε αγωγές -ομαδικές ή μεμονωμένες- πρέπει να έχουν προχωρήσει πάνω από 1,5 εκατ. συνταξιούχοι.

Οι συνταξιούχοι διεκδικούν ποσά που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τις 7.000 ευρώ κατ’ άτομο, για το διάστημα από την έκδοση της επίμαχης απόφασης του ΣτΕ, ήτοι τον Ιούλιο του 2015, έως και το τέλος του 2018, όταν και ξεκίνησε ο επανυπολογισμός των συντάξεων. Οι ειδικοί, από την πλευρά τους, εκτιμούν ότι μέχρι να κριθεί η τύχη του νόμου Κατρούγκαλου και ο επανυπολογισμός, το επίμαχο διάστημα αφορά σίγουρα το 10μηνο μεταξύ της απόφασης του ΣτΕ και την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016). Να σημειωθεί δε ότι ακόμη κι αν περιοριστεί το χρονικό εύρος, το δημοσιονομικό κόστος για αυτούς τους δέκα μήνες αγγίζει συνολικά τα 4 δισ. ευρώ για κύριες και επικουρικές συντάξεις.

Στα δύο αυτά μεγάλα και ανοικτά μέτωπα, θα πρέπει να προστεθεί και η εκκρεμότητα της ενημέρωσης των συνταξιούχων ως προς το αποτέλεσμα του επανυπολογισμού. Να σημειωθεί εδώ ότι οι συνταξιούχοι λαμβάνουν ακριβώς τα ίδια ποσά, αφού τελικά η προσωπική διαφορά δεν κόπηκε, όμως, κανείς μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο επανυπολογίστηκε η σύνταξή του. Μάλιστα, οι ειδικοί εκτιμούν πως μαζί με την ενημέρωση, θα πρέπει να υπάρξει και κοινοποίηση της νέας συνταξιοδοτικής δαπάνης. Παρέμβαση για το θέμα έχει κάνει και ο Συνήγορος του Πολίτη. Να σημειωθεί εδώ ότι ο επανυπολογισμός μένει να κριθεί από το ΣτΕ όπως επίσης και ο επανυπολογισμός των επικουρικών, ο οποίος υλοποιήθηκε ήδη από το 2016 με περικοπές για 250.000 συντάξεις.

Η δημοσιονομική κατάσταση του ΕΦΚΑ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ασφαλιστικού παζλ αλλά και ευρύτερα της εικόνας των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Το μεγάλο στοίχημα του 2019 είναι να παραμείνει πλεονασματικό το υπερταμείο, κυρίως μετά τις παρεμβάσεις στις συντάξεις χηρείας, την καταβολή 13ης μόνιμης παροχής που ονομάστηκε από την κυβέρνηση «13η σύνταξη», αλλά και την αποτροπή της περικοπής της «προσωπικής διαφοράς». Σημαντικό ρόλο στην πορεία των εσόδων του ΕΦΚΑ, καθώς τα έξοδα αυξήθηκαν σημαντικά, διαδραματίζει η εισπραξιμότητα στις εισφορές τόσο των μισθωτών όσο και των μη μισθωτών. Για τον λόγο αυτό καθοριστική θα είναι η πορεία της ρύθμισης οφειλών σε 120 δόσεις.

Αλλά και ο επόμενος χρόνος είναι κρίσιμος. Η ΝΔ έχει εξαγγείλει ήδη αλλαγές στο σύστημα, ενώ βάσει παλαιότερων νόμων, υπάρχει ξεκάθαρη υποχρέωση εκπόνησης νέας αναλογιστικής μελέτης που θα δείχνει την πορεία της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ. Στόχος ευρωπαϊκός είναι να μην υπερβαίνει σε βάθος χρόνου το 16,2% του ΑΕΠ. Τέλος του 2020 πρέπει να ολοκληρωθεί και αναλογιστική μελέτη για την εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης, που απαγορεύεται να υπερβεί το 16,2% του ΑΕΠ, κατ’ έτος.

Το πέμπτο σημαντικό μέτωπο αφορά την πορεία της απασχόλησης και των μισθών στη χώρα. Τον Φεβρουάριο του 2020 πρέπει να κινηθεί εκ νέου η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού και ο νέος μισθός πρέπει να θεσμοθετηθεί τον Ιούνιο του 2020. Στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου έχει τεθεί και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τη νέα κυβέρνηση η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και οι ποιοτικές θέσεις εργασίας με αυξημένους μισθούς. Τα στοιχεία δεν είναι ικανοποιητικά.

Την περασμένη Παρασκευή δημοσιεύθηκαν τα στοιχεία απασχόλησης του Δεκεμβρίου του 2017 και δείχνουν ελαφρά μείωση των μέσων μισθών, παρά την αύξηση τόσο των ασφαλισμένων όσο και της μέσης απασχόλησης. Δείχνουν επίσης ότι σχεδόν ένας στους τρεις εργαζόμενους (655.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα) λαμβάνουν μέσο μισθό της τάξης των 390 ευρώ μεικτά. Το 70,2% των μισθωτών εργάζονται με πλήρη απασχόληση (1,53 εκατομμύρια) ενώ το 29,88% με μερική απασχόληση (655.000). Ενδιαφέρον εύρημα για την επόμενη ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, τόσο για το μέλλον των εργασιακών σχέσεων όσο και για την πορεία των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος, είναι πως στις επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 μισθωτούς, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης ανέρχεται στο 60,87% του μέσου μισθού των ασφαλισμένων σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 μισθωτούς. Κοινώς οι μεγάλες επιχειρήσεις πληρώνουν -ή τουλάχιστον «φαίνεται» ασφαλιστικά ότι πληρώνουν- περισσότερα στους εργαζόμενούς τους από τους μικροεπιχειρηματίες.

Πρόκληση, τέλος, συνιστά για τη νέα ηγεσία του υπουργείου και η περαιτέρω πτώση της ανεργίας, ειδικά των νέων, καθώς και η αναστροφή του φαινομένου της «διαρροής εγκεφάλων». Μεταξύ 2008 και 2016 μετανάστευσαν συνολικά 427.000 άτομα, η πλειονότητα των οποίων αποτελείται από νέους Έλληνες με σημαντικές δεξιότητες.

Μάλιστα, πρόσφατη έρευνα της KPMG έδειξε πως 4 στους 10 ερωτηθέντες από αυτούς που έφυγαν από την πατρίδα σε αναζήτηση καλύτερης δουλειάς, δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα μέσα στην επόμενη δεκαετία.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v