Σε λίγες... σταγόνες αντιστοιχούν οι εξαγωγές ελληνικού κρασιού στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ), που αποτελεί την 6η σημαντικότερη αγορά οίνου παγκοσμίως.
Σύμφωνα με ανάλυση του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, η βρετανική παραγωγή οίνου, αν και ραγδαία αυξανόμενη, είναι περιορισμένη και καλύπτει μόλις το 1% της εγχώριας αγοράς, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα το ΗΒ να είναι η 2η σημαντικότερη εισαγωγική αγορά οίνου στον κόσμο, με το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας να εκτιμάται σε 20 δισ. λίρες ετησίως. Το 2018, η συνολική ποσότητα οίνου που διατέθηκε για κατανάλωση ανήλθε στο 1,29 δισ. λίτρα.
Παρά τα μεγέθη αυτά, οι εξαγωγές των ελληνικών κρασιών στη βρετανική αγορά το 2018 ήταν μόλις 528 χιλιάδες λίτρα, αξίας 2 εκατ. λιρών. Με τις «επιδόσεις» αυτές, η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση μεταξύ των εξαγωγέων οίνου στο ΗΒ, με το μερίδιό της να περιορίζεται στο 0,1% επί των συνολικών βρετανικών εισαγωγών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 2018 η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς το ΗΒ ήταν αυξημένες κατά 20% σε σχέση με το 2017, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σε σχέση με το παρελθόν, η χώρα μας εξάγει μικρότερες ποσότητες οίνου, αλλά καλύτερης ποιότητας και σε υψηλότερες τιμές. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1996 οι εξαγωγές οίνου προς το ΗΒ ήταν τριπλάσιες σε όγκο από αυτές του 2018. Έκτοτε καταγράφεται μια πτωτική πορεία σε όγκο, που τα τελευταία χρόνια φαίνεται να σταθεροποιείται στα περίπου 500.000 λίτρα.
Ενημερωτικά, την πρώτη θέση στις εξαγωγές οίνου προς το ΗΒ κατέχει η Γαλλία και ακολουθούν: Ιταλία, Ισπανία, Νέα Ζηλανδία, Χιλή, Γερμανία, Αυστραλία, Νότια Αφρική, Αργεντινή, Πορτογαλία, ΗΠΑ, Ελβετία, Βέλγιο, Ουγγαρία Ολλανδία, Δανία, Ιρλανδία, Λίβανος, Ελλάδα, Χονγκ Κονγκ, Ισραήλ και Βουλγαρία.
Οι ισχνές επιδόσεις και ειδικότερα η υποχώρηση του όγκου πωλήσεων ελληνικού οίνου προς το ΗΒ είναι προφανές ότι οφείλονται στη μη οργανωμένη παρουσία και διεκδίκηση μεριδίου σε μια πολύ μεγάλη αγορά. Γι΄αυτό και σύμφωνα με την ανάλυση του γραφείου ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, απαιτείται η πύκνωση των προωθητικών ενεργειών, καθώς και συντονισμός και συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών για οργανωμένες και στοχευμένες δράσεις.
Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν περίπου 25 εισαγωγείς ελληνικών κρασιών στο ΗΒ. Κάποιοι εξ αυτών εξειδικεύονται στην εισαγωγή και διανομή ελληνικού οίνου και είναι συνήθως ελληνικής καταγωγής.
Πέραν 2-3 εταιρειών ελληνικών συμφερόντων που έχουν μακροχρόνια επιτόπια παρουσία στη βρετανική αγορά, υπάρχει και ένας αριθμός που έχει αναδυθεί τα τελευταία έτη, ως αποτέλεσμα της ισχυρότερης παρουσίας Ελλήνων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντίστοιχα, οι μεγαλύτερες εταιρείες διανομής οίνου έχουν συνήθως 1-5 ετικέτες ελληνικών κρασιών, συνεργαζόμενες με 1-3 παραγωγούς.
Στην κατηγορία αυτή, αναφέρεται στην ανάλυση του γραφείου ΟΕΥ,υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης, είτε για τον εμπλουτισμό των καταλόγων αυτών που εισάγουν ήδη είτε για νέες συνεργασίες καθώς ένα σημαντικό ποσοστό εισαγωγέων/χονδρεμπόρων μεγάλου μεγέθους δεν έχει εντάξει στον κατάλογό του ελληνικό οίνο, παρότι διαθέτουν προϊόντα από χώρες-παραγωγούς αντίστοιχης ή μικρότερης σπουδαιότητας.
Κάποιες ετικέτες ελληνικών κρασιών είναι διαθέσιμες σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, αλλά σε περιορισμένο αριθμό καταστημάτων. Συνηθέστερα, τα ελληνικά κρασιά είναι διαθέσιμα είτε σε ανεξάρτητες κάβες είτε σε διαδικτυακά καταστήματα πώλησης οίνου. Επίσης, ελληνικά κρασιά περιλαμβάνονται σε λίστες εστιατορίων μέσης και υψηλής εισοδηματικής στάθμης, χωρίς απαραίτητα τα εστιατόρια να είναι ελληνικής ή μεσογειακής κουζίνας. Ενισχυτική της διάδοσης των ελληνικών οίνων στη βρετανική αγορά μπορεί να αποτελέσει και η αυξανόμενη παρουσία Ελλήνων σεφ και sommeliers στην εστίαση, καθώς και η λειτουργία εστιατορίων ελληνικής κουζίνας με σύγχρονη αισθητική.
Πάντως, μέχρι να υπάρξει -αν υπάρξει- κάποια οργανωμένη προσπάθεια για αύξηση των εξαγωγών ελληνικού οίνου στο ΗΒ, ο παραγωγός που θέλει να διαθέσει το προϊόν του έχει τις εξής οδούς:
Α) Ανεύρεση αντιπροσώπου/εισαγωγέα ή/και διανομέα/χονδρεμπόρου. Συνιστάται για παραγωγούς με μικρή ή μέτρια παραγωγή, χωρίς επιτόπια παρουσία στην αγορά. Η παρουσία επιτόπιου συνεργάτη είναι σημαντική για την τοποθέτηση του προϊόντος στο ράφι ή σε έναν κατάλογο κρασιών ενός εστιατορίου ή wine bar.
Β) Απευθείας πώληση σε λιανέμπορους (off-trade). Συνήθως επιτυγχάνεται μόνο από μεσαίους και μεγάλους παραγωγούς, ή σε περιπτώσεις που ο αγοραστής συνδυάζει δραστηριότητες χονδρικής και λιανικής (π.χ. μεγάλοι χονδρέμποροι κρασιών που διαθέτουν φυσικά καταστήματα ή καταστήματα στο διαδίκτυο).
Γ) Απευθείας πώληση μέσω διαδικτύου (distance-selling), με την απαραίτητη προϋπόθεση εγγραφής στις βρετανικές αρχές για την καταβολή του οφειλόμενου ΕΦΚ.