Απώλεια των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μία μονάδα έναντι της δέσμευσης γα 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 έως το 2022 θα μπορούσε να οδηγήσει, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη αλλαγές στις υπόλοιπες παραδοχές, σε εκρηκτική διόγκωση του δημόσιου χρέους κατά 25 μονάδες ως προς το ΑΕΠ το 2060.
Η διαπίστωση αυτή, η οποία ενσωματώνεται στην επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους στην έκθεση των θεσμών, έρχεται να ερμηνεύσει γιατί στους δανειστές δεν αρέσουν οι εκπλήξεις με έξτρα παροχές, χωρίς προηγούμενη συμφωνημένη κοστολόγηση, και να υποδείξει γιατί θα είναι δύσκολος στόχος τελικά να υπάρξει αλλαγή στη συμφωνία για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η κυβέρνηση αλλά και η Νέα Δημοκρατία έχουν θέσει ζήτημα μείωσης των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, ιδίως για το διάστημα έως το 2022, οπότε προβλέπονται «κολλημένα» στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ υπέρ της αναγκαιότητας μιας τέτοιας προοπτικής έχει επιχειρηματολογήσει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Τα πρώτα σήματα, μέσω της έκθεσης των θεσμών, δεν φαίνονται θετικά. Προχώρησαν σε μερική επικαιροποίηση της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους, παραπέμποντας για ανάλυση σε πλήρη έκταση το φθινόπωρο του 2019.
Στην ανάλυση, το βασικό σενάριο προβλέπει συμμόρφωση με τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα και πλήρη εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος όπως συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2019. Το βασικό σενάριο δείχνει ότι το δημόσιο χρέος παραμένει σε ένα καθοδικό μονοπάτι αλλά σε επίπεδα υψηλότερα του 100% του ΑΕΠ έως το 2048. Στην επικαιροποίηση, το αρνητικό σενάριο δείχνει ότι το δημόσιο χρέος αρχίζει και πάλι να αυξάνεται από τα μέσα του 2030.
Στο βασικό σενάριο, οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 10% του ΑΕΠ έως το 2032. Στη συνέχεια αυξάνονται σταδιακά, αλλά παραμένουν πλησίον του 17% του ΑΕΠ έως το τέλος της περιόδου.
Στο δυσμενές σενάριο, οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες φτάνουν το 20% του ΑΕΠ το 2041 και αυξάνονται περαιτέρω στη συνέχεια.
Με τα σημερινά δεδομένα, η έκθεση υποστηρίζει πως δεν είναι σε θέση να ενσωματώσει πλήρως τα πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, καθώς χρειάζεται αφενός περαιτέρω ανάλυση της επίπτωσης των μέτρων στον ρυθμό ανάπτυξης και αφετέρου, μεγαλύτερη καθαρότητα αναφορικά με τον προσανατολισμό των πολιτικών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Παρ’ όλα αυτά, καταλήγει, «αστοχίες πολιτικής θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη δυναμική του χρέους, ιδίως εάν οδηγούν σε μία κατάσταση όπου τα επιπλέον μέτρα για το χρέος δεν εφαρμόζονται. Για παράδειγμα, με βάση τις μακροοικονομικές παραδοχές του βασικού σεναρίου, απόκλιση μίας μονάδας από τους συμφωνημένους στόχους του 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο από το 2019 έως το 2020 θα οδηγούσε, με αμετάβλητες τις υπόλοιπες παραδοχές, σε αύξηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κατά 25 μονάδες το 2060».