Το spread μεταξύ των αποδόσεων του ελληνικού και του ιταλικού δεκαετούς έχει υποχωρήσει έντονα μετά τις ευρωεκλογές. Πλέον, η Capital Economics προβλέπει ότι θα καταστεί αρνητικό, αντανακλώντας τις συγκριτικά χειρότερες οικονομικές προοπτικές στην Ιταλία, το λιγότερο βιώσιμο χρέος και το μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο.
Όπως αναφέρει ο οίκος, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ευθυγραμμίστηκαν με τις προσδοκίες, κάτι που εξηγεί την ήπια αντίδραση στις περισσότερες ομολογιακές αγορές. Η Ελλάδα και η Ιταλία αποτέλεσαν εξαιρέσεις ωστόσο, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί στην πρώτη και να εκτινάσσεται στη δεύτερη. Ως εκ τούτου, το spread μεταξύ των δυο υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από τότε που ξεκίνησε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Στην Ελλάδα, ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε εκλογές μετά τη δεύτερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκης, που είναι περισσότερο φιλική προς τις επενδύσεις σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, θα επικρατήσει. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, το ρίσκο νέων ισορροπιών εντός της κυβέρνησης έχει αυξηθεί μετά τις ισχυρές επιδόσεις της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι.
Αν και ένα spread 40 μονάδων βάσης μεταξύ των δυο ομολόγων είναι ήδη πολύ χαμηλό με ιστορική βάση, η Capital Economics θεωρεί ότι θα υποχωρήσει περαιτέρω για τρεις λόγους – κλειδιά. Πρώτον, οι αναπτυξιακές προοπτικές στις δυο χώρες ευνοούν τα ελληνικά ομόλογα έναντι των ιταλικών. Ο οίκος αναμένει ισχυρότερη ανάπτυξη στην Ελλάδα τόσο φέτος όσο και το 2020. Και οι μεταρρυθμίσεις από μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας ενδέχεται να ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Δεύτερον, όπως έχουν τα πράγματα, το ιταλικό χρέος είναι λιγότερο βιώσιμο σε σχέση με το ελληνικό. Αν και το ελληνικό χρέος είναι σε υψηλότερα επίπεδα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και έχει αναδιαρθρωθεί με ευνοϊκούς όρους. Ως εκ τούτου, το μερίδιο χρέους στο ΑΕΠ που αναμένεται να αποπληρωθεί την επόμενη διετία είναι σημαντικά χαμηλότερο στην Ελλάδα έναντι της Ιταλίας. Εάν η ιταλική ανάπτυξη επιδεινωθεί, οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους αναμένεται να ενταθούν, ασκώντας ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις.
Τρίτον, τα πολιτικά ρίσκα πλέον είναι υψηλότερα στην Ιταλία έναντι της Ελλάδας. Η σχέση της Ρώμης με την ΕΕ είναι ήδη τεταμένη. Μόλις αυτή την εβδομάδα, η Κομισιόν προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι δεν έχει σημειώσει πρόοδο στην ευθυγράμμισή της με τα κριτήρια του χρέους. Και αν και η ιταλική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη θέσει επί τάπητος τη συμμετοχή στην ευρωζώνη, φαντάζουν αναπόφευκτες οι νέες συγκρούσεις με την Κομισιόν.
Η Ιταλία θεωρείται ακόμη ότι ενέχει λιγότερο ρίσκο σε σχέση με την Ελλάδα από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, κρίνοντας από την απόκλιση κατά πέντε βαθμίδες στις αξιολογήσεις. Επιπλέον, σε αντίθεση με την Ιταλία, τα ελληνικά ομόλογα που κατατάσσονται χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, δεν θα είναι επιλέξιμα για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΡΤ που ο οίκος προβλέπει ότι θα επανεκκινήσει από το επόμενο έτος. Ωστόσο, η Ιταλία δείχνει να αποτιμάται από τους επενδυτές ως ένας οφειλέτης που δεν υπάγεται σε επενδυτική βαθμίδα. Το spread των ομολόγων της είναι πολύ κοντύτερα σε αυτό της Ελλάδας παρά σε αυτό της Πορτογαλίας, που έχει επίσης αξιολόγηση ΒΒΒ. Και σε κάθε περίπτωση, η Capital Economics θεωρεί ότι το QE δεν θα είναι τόσο αποδοτικό στη μείωση των αποδόσεων αυτή τη φορά. Επίσης, η ΕΚΤ ίσως εμφανιστεί διστακτική να βοηθήσει κυβερνήσεις –όπως της Ιταλίας- που είναι αντιμέτωπες με σφιχτές συνθήκες χρηματοδότησης λόγω δικών τους κινήσεων.
Συνυπολογίζοντας όλα τα ανωτέρω, ο οίκος εκτιμά ότι το spread αποδόσεων μεταξύ του ελληνικού και του ιταλικού δεκαετούς θα υποχωρήσει στο -25 ως τα τέλη του έτους και θα ολοκληρώσει και το 2020 σε αυτά τα επίπεδα ακόμη και αν η ΕΚΤ ξεκινήσει έναν ακόμη γύρο ποσοτικής χαλάρωσης.