Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα ενισχύθηκε το 2018, κυρίως λόγω των υψηλών εξαγωγικών επιδόσεων και ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά την προβλεπόμενη περίοδο, παρά το επιδεινούμενο εξωτερικό περιβάλλον, με βοήθεια από τη συνεχιζόμενη βελτίωση στην εσωτερική ζήτηση, αναφέρει η Κομισόν στις εαρινές προβλέψεις της.
Όπως επισημαίνει, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης κατέγραψε πλεόνασμα το 2018 για τρίτο συνεχόμενο έτος και η Ελλάδα προβλέπεται να επιτύχει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους της το 2019 και 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, το δημόσιο χρέος θα πρέπει να αρχίσει μια πτωτική πορεία, αν και τα δημοσιονομικά ρίσκα πρέπει να παρακολουθούνται.
Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η Κομισιόν κάνει λόγο για ενίσχυση της οικονομίας, αλλά «χλιαρές» επενδύσεις. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται, σημειώνει, αναφέροντας πως το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,9% το 2018, με «οδηγό» κυρίως τις καθαρές εξαγωγές. Με την πραγματική ανάπτυξη των εξαγωγών στο 8,7%, η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει τα μερίδιά της στην παγκόσμια αγορά τόσο στα αγαθά όσο και στις υπηρεσίες, ενώ οι εισαγωγές παρέμειναν υποτονικές. Η ιδιωτική κατανάλωση διατήρησε τη δυναμική της και συνέβαλε περαιτέρω στην ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ.
Στις επενδύσεις, ωστόσο, υπήρξε σημαντική αρνητική εξέλιξη, εν μέρει λόγω του εξαιρετικά μειωμένου προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις. Η υποεκτέλεση του προϋπολογισμού έβαλε επίσης «φρένο» στη δημόσια κατανάλωση και ως εκ τούτου στο ΑΕΠ. Η αλλαγή στα αποθέματα έδειξε μια μεγάλη αύξηση, αν και αυτός ο παράγοντας παραμένει ευάλωτος στις κανονικές στατιστικές αναθεωρήσεις.
Κατά την Κομισιόν, η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική, παρά την εξωτερική επιβράδυνση. Το 2019, όπως επισημαίνει, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί στο 2,2% του ΑΕΠ. Η επιβράδυνση στο εξωτερικό περιβάλλον θα έχει αρνητική αλλά περιορισμένη επίπτωση στις εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας, λόγω της χαμηλής εισοδηματικής ελαστικότητας της ζήτησης για τα βασικά εξαγωγικά εμπορεύματα της χώρας. Αυτό το «βαρίδι» από την πλευρά του εξωτερικού θα αντισταθμιστεί από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε βραχυπρόθεσμα από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Υποθέτοντας πως θα υπάρξει πλήρης εκτέλεση του προϋπολογισμού, η δημόσια κατανάλωση και οι επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη, ενώ η ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδύσεων αναμένεται να παραμείνει υποτονική.
Η αναμενόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και οι συνολικές επενδύσεις αναμένεται πως θα ενισχύσουν τη ζήτηση για εισαγωγές, μειώνοντας συνεπώς τη συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη.
Το 2020 προβλέπεται πως θα υπάρξει ανάκαμψη της ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων, αν και τα αυξημένα εργατικά κόστη θα πιέσουν το περιθώριο κέρδους ορισμένων εταιρειών, περιορίζοντας έτσι την προοπτική τους να επενδύσουν χωρίς επιπλέον εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτή η αύξηση στα εργατικά κόστη προβλέπεται να «μεταφραστεί» σε κάποια απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, τονίζει η Κομισιόν, η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει τα μερίδιά της στην παγκόσμια αγορά στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας συνεχίστηκε το 2018, όμως κάποια επιβράδυνση αναμένεται λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού. Η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2019 και κατά 1,3% το 2020, μειώνοντας το ποσοστό της ανεργίας στο 16,8% μέχρι το 2020.
Παρά τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει στο 0,8% το 2019 και το 2020. Η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να έχει μέτρια επιπλέον πληθωριστική επίπτωση τόσο το 2019 όσο το 2020.
Όπως σχολιάζει η Κομισιόν στην έκθεσή της, αν και υπάρχουν ορισμένα ανοδικά ρίσκα (π.χ. η βελτίωση του τραπεζικού δανεισμού που θα στηρίξει περαιτέρω τις ιδιωτικές επενδύσεις), η πρόβλεψη κυριαρχείται από πτωτικά ρίσκα, τα οποία σχετίζονται κυρίως με την επαναλαμβανόμενη υποεκτέλεση του προϋπολογισμού των δημόσιων επενδύσεων και με την πιθανότητα η επιβράδυνση στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας να έχει μεγαλύτερη επίπτωση στις εξαγωγές.
Τα δημοσιονομικά
Το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης έφτασε το 1,1% του ΑΕΠ το 2018, πετυχαίνοντας πλεόνασμα για τρίτη συνεχή χρονιά. Χτίζοντας στη δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα του 2018 στηρίχθηκε στη στέρεη ανάπτυξη, μια ευρεία ανάκαμψη των φορολογούμενων κερδών και την περαιτέρω μείωση στις λειτουργικές και επενδυτικές δαπάνες. Όπως τα τελευταία χρόνια, η υποεκτέλεση των «ταβανιών» του προϋπολογισμού βελτίωσε το αποτέλεσμα περισσότερο απ’ όσο αναμενόταν.
Η Ελλάδα είναι σε τροχιά για να πετύχει τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα το 2019 και το 2020. Οι βασικοί οδηγοί γι’ αυτό είναι το ακόμα μεγάλο παραγωγικό κενό, τα αυξανόμενα οφέλη από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και τα «ταβάνια» στις δαπάνες για την υγεία και τις νέες προσλήψεις, τα οποία και βοηθούν να κρατηθούν υπό έλεγχο οι δαπάνες.
Ενώ, συνεχίζει η Κομισιόν, η βελτίωση στην εισπραξιμότητα φορολογικών οφειλών και φιλόδοξοι στόχοι για την εκκαθάριση αιτήσεων συνταξιοδότησης που εκκρεμούν δημιουργούν «θετικούς κινδύνους», υπάρχουν σημαντικοί πτωτικοί κίνδυνοι, όπως οι αναμενόμενες αποφάσεις του ΣτΕ, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν εν μέρει προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις.
Επιπλέον πίεση μπορεί να δημιουργηθεί από πολιτικές πρωτοβουλίες που επηρεάζουν το κόστος μισθοδοσίας του Δημοσίου [σ.σ. επ’ αυτού η Κομισιόν αναφέρει ότι στις εκτιμήσεις υποθέτει ότι τα επιπλέον κονδύλια που δεν χρησιμοποιήθηκαν για το κοινωνικό μέρισμα που δόθηκε τον Δεκέμβριο (650 εκατ. ευρώ) θα παραμείνουν αδιάθετα].
Όπως συνηθίζεται στις προβλέψεις αυτές, στηρίζονται στην υπόθεση ότι τα κονδύλια δαπανών του προϋπολογισμού θα χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους. Παράλληλα στις προβλέψεις λαμβάνεται υπόψη η ανακοίνωση ότι δεν θα εφαρμοστεί η φορολογική μεταρρύθμιση του 2020 (σ.σ. αφορολόγητο), κάτι που, όπως σημειώνει, θα συζητηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
Συνολικά, καταλήγει η Κομισιόν, με βάση την υπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές πολιτικής, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2019 αναμένεται να κινηθεί στο 0,5% του ΑΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη και τη θετική επίδραση από τα έκτακτα μέτρα για το χρέος που συμφωνήθηκαν στις 5 Απριλίου το 2019.
Για το 2020, το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί στο 0,1% του ΑΕΠ εξαιτίας των αυξανόμενων δαπανών για τόκους και την απουσία επιπλέον μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους.
Το δομικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα υπολογίζεται ότι θα μειωθεί από το 5% του ΑΕΠ φέτος στο 0,75% το 2020, ενώ το χρέος που έφτασε στην κορυφή του 181,1% του ΑΕΠ το 2018 θα υποχωρήσει στο 168,9% του ΑΕΠ ως το 2020, χάρη στην ανάπτυξη και στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.