Πριν από δύο περίπου χρόνια, γνωστό στέλεχος της χρηματιστηριακής αγοράς επέμενε πως για μια τουλάχιστον πενταετία, οι τράπεζες δεν θα έδιναν σημασία στο κομμάτι του asset management, καθώς θα είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στην προσέλκυση καταθέσεων.
«Δεν βλέπω κανένα λόγο, οι τράπεζες να ζητήσουν από τους πελάτες τους να μετατρέψουν τις καταθέσεις τους -που τόσο μεγάλη ανάγκη έχουν- σε επενδύσεις χρηματοοικονομικών προϊόντων, προκειμένου μια τόσο απαραίτητη ρευστότητα γι' αυτές να διοχετευθεί σε τρίτους», υποστήριζε χαρακτηριστικά.
Οι τρέχουσες εξελίξεις, ωστόσο, φαίνεται να διαψεύδουν το γνωστό χρηματιστηριακό στέλεχος, καθώς οι τράπεζες καταφέρνουν παράλληλα και να ανεβάζουν τις καταθέσεις τους, αλλά και να προωθούν στους πελάτες τους επενδυτικά-χρηματοοικονομικά προϊόντα, των αμοιβαίων κεφαλαίων μη εξαιρουμένων.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, τον Μάρτιο οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 1,28 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (+1%, στα 133,4 δισ.) και κατά 5,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018. Σύμφωνα μάλιστα με παράγοντες της αγοράς, η αύξηση των καταθέσεων θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, αν το Ελληνικό Δημόσιο δεν «ρούφαγε» την περασμένη χρονιά πάνω από 5 δισ. ευρώ μέσα από τις κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών οφειλετών του.
Η γενικότερη εντύπωση που επικρατεί είναι ότι η ελληνική οικονομία θα κερδίσει το στοίχημα της επιστροφής της στην ομαλότητα και πως -αργότερα ή γρηγορότερα- ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσό χρημάτων θα επιστρέφει στα γκισέ των τραπεζών είτε από το εξωτερικό, είτε από τις θυρίδες και τα «στρώματα».
Για τον λόγο αυτό άλλωστε, δεν παρατηρείται έντονη κινητικότητα μεταξύ των τραπεζών, προκειμένου να προσελκυσθούν καταθέσεις. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι ότι σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, τα προσφερόμενα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων είναι οριακά μειωμένα (περίπου κατά 0,05%), υποχώρηση που σε ορισμένες περιπτώσεις αντισταθμίζεται από τη μεγαλύτερη πριμοδότηση της συνολικής απόδοσης μέσα από μεγαλύτερης αξίας «πόντους» αγορών και εκπτωτικά κουπόνια.
Αντίθετα, αυξημένο φαίνεται να είναι το ενδιαφέρον των τραπεζών για την επίτευξη εσόδων από προμήθειες, έτσι ώστε να σημειώσουν μεγαλύτερα κέρδη και έτσι να απορροφήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο και γρηγορότερα τις επιπτώσεις από τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Έτσι, πέρα από τις προμήθειες μέσω των συναλλαγών με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες, οι τράπεζες έχουν εντείνει το ενδιαφέρον τους για την προώθηση στους πελάτες τους επενδυτικών-χρηματοοικονομικών-ασφαλιστικών προϊόντων.
Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων όλων σχεδόν των κλάδων: Από καλύψεις υγείας έως πακέτα ασφάλειας καρτών-τσαντών και συνταξιοδοτικά-επενδυτικά προγράμματα περιοδικών καταβολών.
Με βάση τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), σε ό,τι αφορά τις ασφαλίσεις ζωής, υγείας και ατυχημάτων, μέσω των τραπεζών κινήθηκε πέρυσι το 36,2% της συνολικής παραγωγής, έναντι ποσοστού 30,7% το 2017. Με βάση την ίδια πηγή, μέσω των τραπεζών υλοποιήθηκε το 2018 το 43,5% των ατομικών ασφαλίσεων ζωής, έναντι 35,1% το 2017.
Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η προσπάθεια διάθεσης μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, είτε με εφάπαξ αγορά, είτε μέσα από περιοδικές χρηματικές καταβολές οι οποίες επιμερίζονται στην απόκτηση μεριδίων Α/Κ σε αναλογία που έχει επιλέξει ο πελάτης της τράπεζας. Υπάρχει τέλος και προϊόν, όπου η κατανομή των περιοδικών καταβολών του πελάτη σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ορίζεται κάθε φορά «εν λευκώ» από τα ίδια τα στελέχη των ΑΕΔΑΚ.
Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η αλλαγή στάσης των τραπεζών απέναντι στον αρχικό δισταγμό που είχαν για τον θεσμό των εταιρικών ομολόγων του ΧΑ. Έτσι, ενώ αρχικά εκφραζόταν προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο ο θεσμός των εταιρικών ομολόγων θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά με τις τραπεζικές χορηγήσεις, στη συνέχεια οι ίδιες οι τράπεζες έπαιξαν ρόλο αναδόχου σε σχετικές εκδόσεις, ενώ δεν λείπουν και τα αμοιβαία κεφάλαια τραπεζικών ΑΕΔΑΚ που τοποθετούνται σε τίτλους εταιρικών ομολόγων.
Τέλος, έσοδα προμηθειών στους τραπεζικούς ομίλους αποφέρει και η υποκατάσταση των καταθέσεων με σύνθετα καταθετικά προϊόντα, μέσω των οποίων συνήθως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα:
α) Εγγυώνται στη λήξη το ύψος του κεφαλαίου ή μια ελάχιστη προκαθορισμένη απόδοση.
β) Προσφέρουν υπεραποδόσεις, ανάλογα με την πορεία συγκεκριμένων δεικτών, επιτοκίων και προϊόντων σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα.