Μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας είναι οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και παρέχεται η εργασία, λόγω των νέων τεχνολογιών και των νέων δυνατοτήτων, που δημιουργούν για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, σχολιάζει ο ΣΕΒ σε ειδικό report του.
Σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνεται η τηλεργασία, ή εργασία από απόσταση, δηλαδή η μορφή εργασίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να αντικαθιστούν τη μεταφορά τους σε έναν κεντρικό τόπο εργασίας από τη δυνατότητα εργασίας οπουδήποτε, κάνοντας χρήση των σύγχρονων μέσων τηλεπικοινωνίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Telework Research Network, οι μισές περίπου θέσεις εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες όπως η ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να υπαχθούν σε καθεστώς τηλεργασίας, τουλάχιστον σε μερική βάση. Το όφελος για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους από την εφαρμογή της τηλεργασίας έχει υπολογιστεί από 52 εκατ. δολάρια σε ΗΒ και Καναδά έως 645 εκατ. δολάρια ετησίως στις ΗΠΑ.
Στην Ευρώπη, υπάρχουν ακόμα σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τη διάδοση της εξ αποστάσεως εργασίας. Έρευνα (2017) του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) και του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound) κατέγραψε πως στην ΕΕ28, οι τακτικά τηλεργαζόμενοι αποτελούν το 8,3% του συνόλου των μισθωτών. Στη Δανία, το ποσοστό είναι 19.8%. Η Ελλάδα, με 5%, βρίσκεται στη 18η θέση.
Η σχετική ελληνική υστέρηση συνδέεται με τη διαχρονική δυσκολία προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες λόγω τεχνολογικών αλλαγών ή νέων τάσεων οργάνωσης της εργασίας. Η ανάγκη για γόνιμο κοινωνικό διάλογο για το μέλλον της εργασίας, με ζητούμενο τις δημιουργικές λύσεις υπό το φως των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων, παραμένει επίκαιρη όπως έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ο ΣΕΒ με σειρά δημόσιων παρεμβάσεων (βλ. εδώ και εδώ). Η ενίσχυση της τηλεργασίας αποτελεί άλλωστε σημαντικό παράγοντα για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που στη χώρα μας σημείωσε πτώση κατά 12% στα χρόνια της κρίσης. Tην ίδια στιγμή, μελέτες του ΣΕΒ έχουν καταγράψει πως όπως και διεθνώς, η υψηλότερη διείσδυση της τηλεργασίας εμφανίζεται σε κλάδους και επιχειρήσεις έντασης γνώσης, όπως οι κλάδοι των τεχνολογιών πληροφορικής, υγείας και logistics. Η ανάπτυξη και επέκτασή τους είναι βασικό ζητούμενο για τη χώρα μας.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας επηρεάζει τόσο τα σύγχρονα επαγγέλματα όπως είναι οι προγραμματιστές/αναλυτές, οι τεχνικοί επιτήρησης δικτύων, οι τεχνικοί εξυπηρέτησης πελατών, οι απασχολούμενοι στην προώθηση πωλήσεων και το διαδικτυακό marketing όσο και τις πιο παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη λήψη παραγγελιών, τη γραμματειακή υποστήριξη, τις μεταφράσεις και την εν γένει καταχώριση ή επεξεργασία δεδομένων.
Την ίδια στιγμή, η εξ αποστάσεως εργασία αποτελεί και ένα εργαλείο για την ανταπόκριση των επιχειρήσεων στις σύγχρονες τάσεις και επιθυμίες των εργαζομένων, και ιδιαίτερα της γενιάς των Millennials, που καταγράφουν επιθυμία για ευελιξία στην οργάνωση του τόπου, του τρόπου και του χρόνου εργασίας.
Η τηλεργασία μπορεί να επιφέρει σημαντικά, αμοιβαία, οφέλη στις επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους. Για τις επιχειρήσεις, τα κυριότερα οφέλη είναι η αύξηση της παραγωγικότητας μέχρι και 50%, η προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών, η μείωση των λειτουργικών εξόδων, αλλά και η μείωση εκτάκτων απουσιών. Για τους εργαζόμενους, η τηλεργασία βελτιώνει την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και επιφέρει οικονομικά οφέλη, κυρίως μέσω της μείωσης των μετακινήσεων.
Για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο η τηλεργασία αυξάνει τις ευκαιρίες απασχόλησης για κοινωνικές ομάδες, που έως σήμερα είχαν περιορισμένη δυνατότητα παροχής εργασίας (π.χ. ΑμΕΑ και νέες μητέρες), αλλά και για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, ενώ έχει και παράλληλα οφέλη για το περιβάλλον, λόγω της δυνητικής μείωσης της κίνησης των οχημάτων στους δρόμους και της αντίστοιχης εξοικονόμησης ενεργειακών πόρων.
Στην Ελλάδα το θεσμικό πλαίσιο, ακολουθεί εν πολλοίς τα Ευρωπαϊκά πρότυπα και είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητικό. Η Εθνική Γενική Συλλογή Σύμβαση Εργασίας 2006 – 2007 ενσωμάτωσε για πρώτη φορά την Ευρωπαϊκή Συμφωνία Πλαίσιο για την Τηλεργασία, η οποία έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ. Ωστόσο, υπάρχουν επιμέρους προβλήματα κατά την εφαρμογή της τηλεργασίας κυρίως λόγω της πολυπλοκότητας και ακαμψίας του ισχύοντος εργατικού και φορολογικού δικαίου. Για παράδειγμα, ενώ οι εργοδότες είναι υπεύθυνοι για την κάλυψη του κόστους που προκαλείται από την παροχή της τηλεργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών, οι αυστηροί περιορισμοί που διέπουν τις μη μισθολογικές παροχές, βάσει του Ν.4173/2012 δεν διευκολύνουν την επιχείρηση να καλύψει το κόστος, χωρίς να κληθεί ο εργαζόμενος να καταβάλει επιπλέον φόρο για πληρωμές που ουσιαστικά ανήκουν στις παραγωγικές δαπάνες της επιχείρησης και συνεπώς θα έπρεπε να μην καταλογίζονται ως μη μισθολογικές παροχές (για το υπερβάλλον των 300 € ετησίως ποσό).
Αντίστοιχα, ενώ η μερική τηλεργασία δεν απαγορεύεται από το θεσμικό πλαίσιο, είναι δύσκολο να συνδυαστεί στην πράξη με κανονική εργασία σε ημερήσιο πρόγραμμα/βάση, καθώς υπάρχουν αντικρουόμενες ερμηνευτικές απόψεις κατά πόσο η επιχείρηση καλύπτεται σε περίπτωση ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές.