Με την τεχνολογία να κινεί τις εξελίξεις, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να επικεντρωθούν στην ενδυνάμωση των ψηφιακών δεξιοτήτων και της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνου, προκειμένου να λαμβάνουν πιο ολοκληρωμένες αποφάσεις σε σχέση με τους εγγενείς κινδύνους, σύμφωνα με την όγδοη έκδοση της μελέτης Risk In Review της PwC.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι, ενώ πολλές επιχειρήσεις έχουν ήδη υιοθετήσει τις νέες τεχνολογίες στη λειτουργία των τμημάτων εσωτερικού ελέγχου, διαχείρισης κινδύνων και κανονιστικής συμμόρφωσης, δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη πλήρως τα δυνητικά οφέλη από την αξιοποίηση της γνώσης, ώστε να τεκμηριώνουν τις αποφάσεις που σχετίζονται με την επένδυση στον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Η μελέτη της PwC εστιάζει στον προσδιορισμό των κατηγοριών που βοηθούν τα «ψηφιακά επαρκή» τμήματα διαχείρισης κινδύνων να ξεχωρίζουν τόσο για την ικανότητά τους να παρέχουν στρατηγική κατεύθυνση στα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τους κινδύνους και την αναγκαία διασφάλιση τους, όσο και για την ικανότητα του ίδιου του τμήματος στην υιοθέτηση και αφομοίωση νέων διαδικασιών που απαιτούνται βάσει του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Οι έξι πρακτικές των λειτουργιών διαχείρισης κινδύνων που τροφοδοτούν την έξυπνη ανάληψη κινδύνων είναι οι εξής:
1. Ενσωμάτωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνου, παράλληλα με όλες τις υπόλοιπες λειτουργίες, στον στρατηγικό ψηφιακό σχεδιασμό της επιχείρησης
2. Αναβάθμιση των δεξιοτήτων και προσέλκυση νέου ταλαντούχου προσωπικού, με στόχο την ευθυγράμμιση με την ταχύτητα ανάπτυξης της επιχείρησης
3. Εντοπισμός των κατάλληλων εφαρμογών από τις τεχνολογίες
4. Ενεργοποίηση της δυνατότητας της επιχείρησης για την άμεση ανταπόκριση σε πραγματικό χρόνο σε κινδύνους
5. Ενεργή συμμετοχή των αρμόδιων λήψης αποφάσεων για βασικές ψηφιακές πρωτοβουλίες
6. Συνεργασία και συντονισμός για τη διαμόρφωση ενιαίας εικόνας των κινδύνων
Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότεροι από 2.000 διευθύνοντες σύμβουλοι, ανώτατα στελέχη, μέλη διοικητικού συμβουλίου και εξειδικευμένα στελέχη στη διαχείριση κινδύνων, την κανονιστική συμμόρφωση και τον εσωτερικό έλεγχο. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε στελέχη και μέλη διοικητικού συμβουλίου, προκειμένου να διερευνηθεί η ειδοποιός διαφορά των τμημάτων διαχείρισης κινδύνων σε σχέση με τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Ο Jim Woods, Επικεφαλής Υπηρεσιών Διασφάλισης Κινδύνου της PwC διεθνώς, αναφέρει: «Τα στελέχη διαχείρισης κινδύνων αντιμετωπίζουν μια κρίσιμη συγκυρία. Καθώς η τεχνολογία μετασχηματίζει τον τρόπο δραστηριοποίησης μιας επιχείρησης και ενώ ταυτόχρονα συντελείται μια στροφή από την ανάλυση δεδομένων σε περισσότερη αυτοματοποίηση, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους δυνητικούς κινδύνους. Ταυτόχρονα, ενώ ο ψηφιακός μετασχηματισμός ενισχύει τις δυνατότητες εντοπισμού των κινδύνων και λήψης πιο έξυπνων αποφάσεων, από τη μελέτη προκύπτει ότι πολλά τμήματα διαχείρισης κινδύνων δεν το αντιλαμβάνονται πλήρως αυτό.
«Μόνο το 22% των ανώτατων στελεχών που συμμετείχαν στην 22ηCEO Survey της PwC δήλωσαν ότι τα δεδομένα έκθεσης σε κινδύνους που λαμβάνουν είναι αρκετά εκτενή για τη λήψη μακροπρόθεσμων αποφάσεων -ποσοστό που έχει παραμείνει αμετάβλητο την τελευταία δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι τα τμήματα ανάλυσης κινδύνων δεν επωφελούνται από τη δύναμη των άφθονων δεδομένων που είναι πλέον διαθέσιμα.»
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα βασικά συστατικά της «ψηφιακής επάρκειας» μιας επιχείρησης συνίστανται στα εξής:
1. Διάθεση των δεξιοτήτων και προσόντων που θα τους επιτρέψουν να κατευθύνουν στρατηγικά τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τους κινδύνους, παρέχοντας ταυτόχρονα την αναγκαία διασφάλιση σχετικά με τις ψηφιακές πρωτοβουλίες της επιχείρησης
2. Αλλαγή των διαδικασιών, των εργαλείων και των υπηρεσιών του τμήματος διαχείρισης κινδύνων, ώστε οι αποφάσεις τους να βασίζονται περισσότερο στα δεδομένα και στις ψηφιακές τεχνολογίες, με στόχο την έγκαιρη πρόβλεψη των κινδύνων και την ανταπόκριση σε αυτούς στο βαθμό και με τον ρυθμό που απαιτεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός της επιχείρησης