Η διατήρηση της εξαγωγικής δυναμικής της Ελλάδας απαιτεί την ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων που ενσωματώνουν τεχνολογικές καινοτομίες και προσδίδουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, υπογραμμίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία.
Οπως αναφέρει η τράπεζα, η ανάκαμψη των επενδύσεων καθίσταται αναγκαία, καθώς οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην ενδυνάμωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη πενταετία αναμένεται να συμβάλουν σε μικρότερη κλίμακα κατά τα επόμενα έτη. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά συνέπεια η ζήτηση από το εξωτερικό εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα -μετά από μια μακρά πτωτική πορεία- αναμένεται υψηλότερο, καθώς η παραγωγικότητα αυξάνεται λιγότερο σε σχέση με τις ονομαστικές αμοιβές.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, οι επενδύσεις στις τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (ICT), καθώς και υποδομών ενέργειας είναι καθοριστικές για την οικονομική σύγκλιση της Ελλάδας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς είναι αναγκαίες, ούτως ώστε να μετριασθούν οι επενδυτικές απώλειες κατά τη διάρκεια της κρίσης και να επιτευχθεί η μετάβαση από το προ κρίσης παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας με κύριο χαρακτηριστικό την εγχώρια καταναλωτική δαπάνη, σε ένα υπόδειγμα στο οποίο θα προέχει η εξαγωγική διεισδυτικότητα. Η υστέρηση που παρατηρείται για παράδειγμα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στο πεδίο της ευρυζωνικής σύνδεσης υψηλότερης ταχύτητας, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαγωγικού προσανατολισμού.
Επιπρόσθετα, η ανεπάρκεια των υποδομών στον τομέα της ενέργειας μπορεί να αυξήσει το σχετικό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Σημαντικό επίσης εμπόδιο στην προσπάθεια των εγχώριων επιχειρήσεων να παράγουν καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες συνιστά και η καταγεγραμμένη, όπως αναλύουμε κατωτέρω, στενότητα ψηφιακών δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, η οποία εντάθηκε την τελευταία δεκαετία λόγω της μαζικής μετανάστευσης ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης (brain drain). Επιπλέον, η στενότητα ψηφιακών δεξιοτήτων, εξασθενίζει την απασχολησιμότητα, η οποία όμως συνιστά κορυφαία πρόκληση στη χώρα μας, καθώς 7 περίπου στους 10 ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργοι (Δελτίο 26/3/2019).
Στην ίδια κατεύθυνση άλλωστε, το διαχρονικά χαμηλό ποσοστό επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ελλάδα συνιστά ένα ακόμη βασικό πρόσκομμα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Παρά την αύξηση των επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη τα τελευταία έτη (Ευρώ 2 δις το 2017, από Ευρώ 1,6 δις. το 2008), το επίπεδο των επενδύσεων αυτών παραμένει χαμηλό συγκριτικά με άλλες χώρες (1,1 % του ΑΕΠ έναντι 2,1 % του ΑΕΠ που είναι ο κοινοτικός μέσος όρος). Τα τελευταία έτη όμως φαίνεται να έχει ενισχυθεί σημαντικά η συμμετοχή των εγχώριων επιχειρήσεων στην αύξηση της δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη. Οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη που χρηματοδοτήθηκαν από τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα υπερέβησαν το 2016 (0,4% του ΑΕΠ) τις αντίστοιχες δαπάνες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή του δημοσίου, ενώ κινήθηκαν ανοδικά και το 2017 (0,6% του ΑΕΠ). Παρά την άνοδο αυτή όμως, οι συνολικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη παραμένουν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνα της ΕΕ.
Επιπλέον, η αναλογία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) που αγοράζουν προϊόντα στο Διαδίκτυο καταγράφεται ως η χαμηλότερη στην Ευρώπη σύμφωνα με το «SBA Small Business Act Fact Sheet» (2018). Αντιθέτως, το ποσοστό εκείνων που πωλούν διαδικτυακά (online) έχει ελαφρώς αυξηθεί, αν και παραμένει χαμηλό συγκριτικά με άλλες χώρες (10,7% έναντι 17,2% του μέσου όρου της ΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό, σημαντική πρόκληση για μια οικονομία με ενισχυμένες υποδομές έρευνας και τεχνολογίας αποτελεί και η σχετική επιμόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων στους σχετικούς τομείς. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ΜμΕ που παρέχουν επιμορφωτικά προγράμματα στους εργαζομένους τους στον κλάδο της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών είναι σχετικά χαμηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (10,7% έναντι 20,1% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), παρόλο που το ποσοστό των απασχολουμένων σε ΜμΕ οι οποίοι διαθέτουν ICT δεξιότητες είναι σχετικά υψηλό.
Σύμφωνα άλλωστε με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Digital Scoreboard, Digital Economy and Society Index, European Commission), η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στον βαθμό διείσδυσης της ψηφιακής τεχνολογίας, αφού μόνο 7 στους 10 πολίτες είναι τακτικοί χρήστες του διαδικτύου, έναντι σχεδόν 9 στους 10 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών του ηλεκτρονικού εμπορίου παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την ΕΕ (3,4% έναντι 10,3% στην ΕΕ), η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, η ψηφιακή υστέρηση της δημόσιας διοίκησης λειτουργεί αποθαρρυντικά για την ανάληψη ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ ταυτόχρονα ο «χαμηλός ψηφιακός αλφαβητισμός συνεπάγεται αδυναμία υποστήριξης της ψηφιακής στρατηγικής των επιχειρήσεων» (Έκθεση του Διοικητική της Τραπέζης της Ελλάδος για το 2018, Απρίλιος 2019, «Πλαίσιο IV.1 Οικονομική ανάπτυξη και ψηφιακή οικονομία στην Ελλάδα»).
Ευκαιρίες, Πλεονεκτήματα και Απορρόφηση των Κοινοτικών Πόρων
Η Ελλάδα ωστόσο διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες που θα μπορούσε να αξιοποιήσει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των επενδύσεων και των τομέων που είναι προσανατολισμένοι στην έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία.
Πρώτον, η χώρα μπορεί να μετατρέψει το «brain drain» σε «brain gain». Πολλά επενδυτικά προγράμματα μπορούν να στηριχθούν στις δεξιότητες που έχουν αποκτήσει οι Έλληνες εργαζόμενοι που έχουν μεταναστεύσει στη διάρκεια της κρίσης στο εξωτερικό και εργάζονται σε επιχειρήσεις υψηλής ψηφιακής τεχνολογίας.
Δεύτερον, η Ελλάδα διαθέτει ορισμένα πλεονεκτήματα για την έναρξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και επενδυτικών πρωτοβουλιών (start-ups, scale-ups), τα οποία αφορούν κυρίως την ευνοϊκή γεωγραφική και γεωπολιτική της θέση, καθώς και το υψηλό ποσοστό -σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη- αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρά ταύτα, οι απόφοιτοι τμημάτων Πληροφορικής, ενώ παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ 2004 και 2016 (μέση ετήσια άνοδος 8,4%), ως ποσοστό επί του συνόλου των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης αποτελούν μόλις το 3% του συνόλου (ΙΟΒΕ, Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις 2018), ενώ σύμφωνα με το European Semester Country Report: Greece, February 2019, η χώρα υστερεί τόσο στο ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την επιχειρηματική δράση όσο και στην εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα.
Τρίτον, το 2017 και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 υιοθετήθηκαν σημαντικά μέτρα για την υποστήριξη της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών εξαιρέσεων για τις καινοτόμες επιχειρήσεις, της ισχυρότερης προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων για καινοτόμες επιχειρηματικές ιδέες και της εισαγωγής ενός σύγχρονου συστήματος αδειοδότησης ευρεσιτεχνιών.
Τέταρτον, ένα σημαντικό εργαλείο για την ενίσχυση των επενδυτικών πρωτοβουλιών που ενσωματώνουν ψηφιακό εξοπλισμό είναι η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του προγράμματος ΕΣΠΑ 2014-2020.
Σύμφωνα με το Enhanced Surveillance Report (ESR, Φεβρουάριος 2019) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά το γεγονός ότι μέχρι και το 2017 η Ελλάδα είχε μια από τις υψηλότερες επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων, η εικόνα αυτή φαίνεται να ανατράπηκε το 2018, επηρεάζοντας αρνητικά όχι μόνο τα εθνικά αλλά και τα συγχρηματοδοτούμενα επενδυτικά προγράμματα.
Οπως προκύπτει, η απορρόφηση των κεφαλαίων στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο είναι σημαντικά χαμηλότερη εν συγκρίσει με αυτήν της περιόδου 2007-2013. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με το ESR αποδίδεται τόσο στην απουσία υψηλής ποιότητας επενδυτικών σχεδίων, όσο και στην πολυπλοκότητα των διαδικασιών. Μολονότι δεν υφίσταται άμεσος κίνδυνος να χαθούν διαθέσιμοι πόροι, εντούτοις, κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της εφαρμογής του προγράμματος, ούτως ώστε να υπάρξει ταχύτερη διάχυση των ωφελειών στην οικονομία από την απορρόφηση των κεφαλαίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης για τους κοινοτικούς πόρους του προγράμματος ΕΣΠΑ 2014-2020, από το σύνολο των Ευρώ 19,8 δισ. που έχουν προϋπολογισθεί, έχουν υπογραφεί μέχρι σήμερα συμβάσεις ύψους ευρώ 13,4 δισ. και έχουν πραγματοποιηθεί δαπάνες συνολικού ύψους ευρώ 5,1 δισ.
Συγκεκριμένα, για το 2018 το σύνολο της δαπάνης ανήλθε σε Ευρώ 1,5 δισ., εκ των οποίων τα ευρώ 1,3 δισ. αφορούσαν κοινοτική συνδρομή και τα ευρώ 0,2 δισ. εθνική. Το ποσοστό της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων από την έναρξη του προγράμματος μέχρι και το τέλος του 2018 διαμορφώθηκε στο 25%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στις κορυφαίες θέσεις μεταξύ των Κρατών Μελών της Ε.Ε.
Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των ποσών του προγράμματος ΕΣΠΑ 2014-2020, σχεδόν το ένα τρίτο των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν έχει διοχετευθεί σε έργα που αφορούν το περιβάλλον.
Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων για το περιβάλλον έχει αξιοποιηθεί σε υποδομές που αφορούν την οικονομία χαμηλών ρύπων και την προστασία του περιβάλλοντος (14,9% και 13,7% αντίστοιχα επί των συνολικών πληρωμών). Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό του συνόλου της δαπάνης έχει πραγματοποιηθεί για έργα σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό, όπως η απασχόληση (17%) και η εκπαίδευση και δια βίου μάθηση (12%). Επιπλέον, το 16% των συνολικών πληρωμών διοχετεύθηκε σε έργα για βιώσιμες μεταφορές και αντίστοιχα το 10% σε έργα κοινωνικής ένταξης, τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις υποδομές υγειονομικής περίθαλψης και την καταπολέμηση της φτώχειας.
Από την άλλη πλευρά, μικρότερα είναι τα ποσά που έχουν δαπανηθεί σε έργα τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών και ανταγωνιστικότητας μικρομεσαίων επιχειρήσεων (4% επί των συνολικών πληρωμών αμφότερα). Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά για την κατηγορία «Έρευνα - Τεχνολογία και Καινοτομία», τόσο το προϋπολογισθέν ποσό των κονδυλίων που προβλέπονται από το πρόγραμμα, όσο και το ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων από την έναρξη του προγράμματος μέχρι σήμερα είναι ιδιαίτερα χαμηλά (μόλις 3% και 7,2% αντίστοιχα), παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις στον εν λόγω τομέα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για την οικονομική ανάπτυξη, όπως ήδη εξετάσθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Ομοίως και τα κονδύλια που έχουν κατανεμηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης είναι αναλογικά χαμηλότερα (1,4%) σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, αν και το ποσοστό απορρόφησής τους μέχρι στιγμής έχει διαμορφωθεί σχετικά υψηλά, στο 27,1%.
Τέλος, το πρόγραμμα ΕΣΠΑ για την περίοδο 2021 - 2027, σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής -η οποία ωστόσο δεν έχει οριστικοποιηθεί- ,η Ελλάδα επωφελείται από μια καθαρή αύξηση πόρων της τάξης του 8%, ποσοστό το οποίο σε απόλυτους αριθμούς αντιστοιχεί σε ευρώ 21,7 δισ. ευρώ (σε τρέχουσες τιμές), έναντι ευρώ 15,7 δισ. της προγραμματικής περιόδου 2014 - 2020. Η εξέλιξη αυτή κρίνεται σημαντική, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει συνολική μείωση των πόρων για την Πολιτική Συνοχή στην ΕΕ κατά 7%. Μια τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται ότι η χώρα μας αναμένεται να αποσπάσει περισσότερα κονδύλια στο άμεσο μέλλον από ένα σχετικά μικρότερο προϋπολογισμό.