Η υψηλή φορολογία και η επιφυλακτικότητα που προκάλεσε η πολυετής κρίση καθηλώνουν τις επενδύσεις και κρατούν σε τροχιά «ήπιας» ανάπτυξης τις εγχώριες επιχειρήσεις, παρά τη σημαντική βελτίωση της κερδοφορίας, που έφερε η μακροχρόνια «δίαιτα» στα κόστη.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της ετήσιας έρευνας, που διεξάγει η Grant Thornton, αναλύοντας τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία 8.000 επιχειρήσεων από 92 κλάδους της οικονομίας για το χρονικό διάστημα 2011-2017. Τα παραπάνω στοιχεία συσχετίζονται στην έρευνα με τις προσδοκίες των επιχειρηματιών για τους επόμενους 12 μήνες, αναφορικά με την εξέλιξη πωλήσεων, κερδοφορίας, επενδύσεων και απασχόλησης.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι βασική στρατηγική επιβίωσης των ελληνικών επιχειρήσεων στα χρόνια της κρίσης αποτέλεσε η μείωση στα κόστη. Ταυτόχρονα, αρκετές επιχειρήσεις κατάφεραν να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο, εστιάζοντας σε νέες δραστηριότητες.
Η μείωση στα κόστη είχε ως αποτέλεσμα, η κερδοφορία των εταιρειών του δείγματος να αυξηθεί κατά 16% το 2017, την ώρα που οι πωλήσεις αυξήθηκαν μόλις κατά 4%. Αύξηση πωλήσεων, κατά την ίδια χρήση, πέτυχαν 6 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος. Εξ αυτών οι 4 κατάφεραν να τη μετατρέψουν και σε βελτίωση της λειτουργικής τους κερδοφορίας.
Οι παραπάνω επιδόσεις καθιστούν αισιόδοξους τους επιχειρηματίες για τις μελλοντικές τους δραστηριότητες. Περίπου το 60% του δείγματος πιστεύει ότι κατά τους επόμενους 12 μήνες θα καταφέρει να αυξήσει τόσο τα έσοδα όσο και την κερδοφορία της επιχείρησής του. Παρ' όλα αυτά, οι επιχειρηματίες εμφανίζονται διστακτικοί να αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης και τους μισθούς, θεωρώντας ότι η ως τώρα ανάπτυξη εργασιών και κερδοφορίας δεν είναι ακόμη επαρκής.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να εστιάζουν, σύμφωνα με την έρευνα, στον περιορισμό του κόστους και είναι επιφυλακτικές στο να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια για λειτουργικούς ή επενδυτικούς σκοπούς. Από την έρευνα προκύπτει ότι μόλις το 4% των πωλήσεων επανεπενδύεται, το οποίο κατά βάση φαίνεται να αφορά στη συντήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού εξοπλισμού.
Η ίδια τάση φαίνεται να κυριαρχεί και για τους επόμενους 12 μήνες, καθώς 8 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες απάντησαν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις, ενώ μόλις 5 στους 10 απέδωσαν την παραπάνω επιφυλακτικότητα στη δυσκολία εύρεσης χρηματοδότησης. Η εύρεση χρηματοδότησης, δηλαδή, φαίνεται να απασχολεί στρατηγικά είτε τους λίγους που σχεδιάζουν επενδύσεις, είτε όσους έχουν πρόβλημα επιβίωσης.
Το 60% των κερδών κατευθύνεται σε φόρους
Η πλειονότητα των εγχώριων επιχειρηματιών (7 στους 10, σύμφωνα με την έρευνα) συμφωνεί στη διαπίστωση ότι η υψηλή φορολογία αποτελεί βασικό εμπόδιο ανάπτυξης. Σύμφωνα με την Grant Thornton, η παραπάνω διαπίστωση δεν είναι αυθαίρετη καθώς από τη μελέτη των απολογιστικών στοιχείων διαπιστώνεται ότι το 60% των συνολικών κερδών κατευθύνεται σε φόρους.
Επιπρόσθετα, λόγω του μικρού μεγέθους της αγοράς και του πλήθους των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η φορολογική επιβάρυνση είναι ιδιαίτερα δυσανάλογη. Μόλις το 10% των -μεγάλων- επιχειρήσεων επιβαρύνεται με το 88% των φόρων της τελευταίας χρήσης.
Εσωστρεφής ανάπτυξη
Τα κέρδη που απομένουν, μετά από φόρους, δεν είναι ικανά να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. Παράλληλα, η έρευνα διαπίστωσε ότι δεν εισρέουν στις επιχειρήσεις σημαντικά ποσά νέων κεφαλαίων, είτε από τους μετόχους είτε από εξωτερικές πηγές.
Τα συνολικά κεφάλαια (ίδια και ξένα) των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν, το 2017, μόλις κατά 0,6%, με τον καθαρό δανεισμό να αυξάνεται κατά 0,9%. Πρακτικά, δηλαδή, παρέμειναν αμετάβλητα.
Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι οι επιχειρήσεις έχουν μάθει να λειτουργούν σε συνθήκες έλλειψης χρηματοδότησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο μία στις δέκα σχεδιάζει να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας νέες πηγές χρηματοδότησης. Αντίθετα, η πλειοψηφία (σ.σ. περίπου 7 στις 10) σχεδιάζει εσωστρεφείς στρατηγικές ανάπτυξης, όπως η βελτίωση εσωτερικών διαδικασιών (δράσεις marketing, βελτιστοποίηση εσωτερικών διαδικασιών, αναχρηματοδότηση δανεισμού, ψηφιακός μετασχηματισμός).
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την παγκόσμια τάση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για τους Έλληνες επιχειρηματίες καθώς προτάσσεται μόλις από το 11% των ερωτηθέντων.
Ταυτόχρονα, μόνο 3 στους 10 θέτουν ως προτεραιότητα επενδυτικές στρατηγικές για την ανάπτυξή τους. Στρατηγικές δηλαδή που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη νέων προϊόντων, αγορών και εξαγορών, εύρεση νέας χρηματοδότησης και επένδυση σε εξειδικευμένο προσωπικό.
Επενδυτικές ευκαιρίες σε δυναμικά αναπτυσσόμενες εταιρείες
Η αντίθεση μεταξύ των ευκαιριών και της επιφυλακτικότητας που διέπει τους εγχώριους επιχειρηματίες μεγεθύνεται από τη διαπίστωση της έρευνας ότι οι δυναμικά αναπτυσσόμενες εταιρείες συνιστούν και τις μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες καθώς μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης σημαντικών κεφαλαίων.
Αξιολογώντας τα αποτελέσματα της ανάλυσης ιστορικών στοιχείων, η έρευνα συμπεραίνει ότι 6 στις 10 επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια έως 48 δισ. ευρώ. Πρόκειται κυρίως για δυναμικά αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια ποσού 34 δισ. ευρώ.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις που δεν αναπτύσσονται, παρουσιάζουν χρηματοδοτικές ανάγκες που ανέρχονται σε 16 δισ. Οι ανάγκες αυτές είναι υψηλότερες από τη δυνατότητά τους για άντληση κεφαλαίων, η οποία ανέρχεται σε 14 δισ.
Η παραπάνω αντίθεση είναι αντιπροσωπευτική των αντίρροπων δυνάμεων, που συνθέτουν το πλαίσιο της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Οι εταιρείες με αναπτυξιακή δυναμική πέτυχαν το 2017 αύξηση πωλήσεών τους κατά 12% και κερδοφορίας κατά 17%. Επιπρόσθετα, αύξησαν τα ίδια κεφάλαιά τους κατά 9% και εξασφάλισαν επιπλέον δανειακή χρηματοδότηση κατά 5%.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις οι οποίες στερούνται ανάπτυξης, ανεξάρτητα από τη χρηματοοικονομική τους υγεία, μείωσαν τόσο τις πωλήσεις όσο και τη λειτουργική κερδοφορία τους, κατά 2% και 14% αντίστοιχα.
Παράλληλα, μείωσαν τόσο τα ίδια κεφάλαια όσο και τον δανεισμό τους κατά 9% και 3% αντίστοιχα. Αυτό είχε ως συνέπεια να συμπιέσουν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητά τους.
Ανασταλτικά στις νέες επενδύσεις λειτουργούν τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η γραφειοκρατία και το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο. Παράλληλα, προβληματισμό προκαλεί ότι 7 στους 10 δεν είναι αισιόδοξοι σχετικά με την εξέλιξη του εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος.
Τέλος, προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν στη βάση παραδοσιακών πρακτικών, χωρίς να εκσυγχρονίζουν την εταιρική τους κουλτούρα. Η εταιρική διακυβέρνηση είναι χαμηλά στην ατζέντα των επιχειρήσεων (9 στους 10 επιχειρηματίες θεωρούν χαμηλό τον βαθμό συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης) ενώ δεν αναδεικνύονται ως προτεραιότητές τους η καινοτομία και η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο.