Ανησυχία για τις «ανατροπές», όπως χαρακτηριστικά τις αναφέρει, των μεταρρυθμίσεων του 2012 στα εργασιακά σε συνδυασμό με την υψηλότερη από την αύξηση της παραγωγικότητας αύξηση του κατώτατου μισθού, εκφράζει στην έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επαναλαμβάνοντας στην ουσία τις γνωστές του θέσεις στο θέμα. Και αυτή τη φορά μάλιστα, η κριτική καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να αυξηθεί η ευελιξία.
Μεταρρυθμίσεις που θα μετριάσουν τους κινδύνους και θα οδηγήσουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, θα μειώσουν το μισθολογικό κόστος και θα διευκολύνουν τις επενδύσεις, αναφέρει η έκθεση, μεγάλο μέρος της οποίας αναλώνεται αναλύοντας το θέμα της ελληνικής αγοράς εργασίας και των αλλαγών που επήλθαν από τον Αύγουστο του 2018 και μετά.
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των δανειστών, η μείωση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και η αύξηση του μισθού είναι ένας «ιδιαίτερος τομέας ανησυχίας», καθώς οι πιέσεις που ασκούν, απειλούν να αντιστρέψουν τα όποια κέρδη καταγράφηκαν από τη μέχρι πρότινος αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Το ΔΝΤ αντιδρά στην πρόσφατη αναστροφή των διατάξεων για τις συλλογικές συμβάσεις που ψηφίστηκαν το 2012 και σταμάτησαν να ισχύουν από τη λήξη του προγράμματος και μετά, στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% από τις αρχές του 2019 και κατάργηση του υποκατώτατου μισθού που οδήγησε σε αύξηση κατά 27% στους μισθούς για τους νέους έως 25 ετών. Μάλιστα, αναφέρει με νόημα ότι πρόκειται για την ομάδα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ποσοστό ανεργίας της τάξης του 35%.
Οι δανειστές παραδέχονται ότι είναι πιθανό οι ενέργειες αυτές να υποστηρίξουν βραχυπρόθεσμα την εγχώρια ζήτηση και ανάπτυξη, επισημαίνουν όμως ότι η αύξηση των μισθών θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση της παραγωγικότητας, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την επίσημη απασχόληση, οδηγεί σε αύξηση του μισθολογικού κόστους και εντέλει περιορίζει την ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, υποστηρίζουν πως αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να μεγεθυνθούν αν, όπως και στο παρελθόν, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό συμπαρασύρουν και τους υπόλοιπους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα -ή ακόμη και στον δημόσιο- μέσω των συλλογικών συμβάσεων αλλά και μιας πιθανής προσφυγής μονομερώς στην υποχρεωτική διαιτησία.
Αναλυτικά, το Ταμείο επανέρχεται και στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των διατάξεων που είχαν «παγώσει» το 2012 και «ξεπάγωσαν» τον Αύγουστο του 2018. Στην πράξη, αναφέρεται στην επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, με την προσθήκη για τη λειτουργία του μηχανισμού αντιπροσωπευτικότητας αλλά και την επιστροφή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, στόχος της κυβέρνησης ήταν η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων, όμως, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, με αυτόν τον τρόπο, μια σύμβαση που υπογράφεται από μια υποομάδα εργαζομένων μπορεί να επεκταθεί (από την κυβέρνηση) σε όλους τους εργαζόμενους στην περιοχή ή στον κλάδο, ενώ οι εργαζόμενοι που υπόκεινται σε πολλαπλές συμβάσεις μπορούν να επιλέξουν την πιο ευνοϊκή. Και βέβαια, επαναφέρει το θέμα της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, όπου τα αποτελέσματα μιας διαδικασίας διαιτησίας σε μια εργασιακή διαφορά να είναι δεσμευτικά ακόμα κι αν ένα μέρος δεν συμφωνεί με τη διαιτησία.
Το ΔΝΤ στην έκθεσή του αναφέρει ότι τουλάχιστον 15%-20% των εργαζομένων ή περίπου 600.000 εργαζόμενοι επηρεάζονται άμεσα από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Όπως και στην έκθεση της Κομισιόν, το Ταμείο επισημαίνει ότι υπάρχει δέσμευση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης ότι το κανονικό χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού θα επανέλθει τον Ιούνιο του 2020, υπονοώντας ότι έως τότε δεν θα υπάρξει άλλη αύξηση.
Παράλληλα, από τον Αύγουστο του 2018, οι κλαδικές συμβάσεις που καλύπτουν δέκα τομείς επεκτάθηκαν, δεσμεύοντας περίπου 200.000 εργαζόμενους. Εκτιμά δε, ότι περίπου τριάντα κλαδικές συμφωνίες αναμένεται να υπογραφούν στο μέλλον, γεγονός που υποδηλώνει δυνητικά σημαντική αύξηση στο μέσο επίπεδο μισθών.
Και καταλήγει πως οι αυξήσεις των μισθών που υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας υπονομεύουν την ανάκαμψη των θέσεων εργασίας, ειδικά για τη νεολαία, γεγονός που θα αντισταθμίσει, τουλάχιστον εν μέρει, τις πιθανές θετικές επιπτώσεις της ανάκαμψης.
Ειδική αναφορά γίνεται μάλιστα στην υψηλή ανεργία των νέων, ενώ και σε κλαδικό επίπεδο, εκτιμάται πως εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης σε μικρές επιχειρήσεις (με λιγότερους από 10 υπαλλήλους) σε καταλύματα, τρόφιμα, διοικητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υποστήριξης, είναι πιο ευάλωτοι από τις αρνητικές συνέπειες της αύξησης του κατώτατου μισθού. Ανησυχία υπάρχει και για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Για να καταλήξει το ΔΝΤ, ότι για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν, ενδέχεται να επιλέξουν τη μαύρη εργασία.
Ο προϋπολογισμός
Σύμφωνα με το Ταμείο, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει επίσης αντίκτυπο στον προϋπολογισμό, κυρίως σε σχέση με τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, τις δαπάνες για μια σειρά επιδομάτων που συνδέονται με τον κατώτατο, αλλά και μια περαιτέρω αύξηση της ανεργίας με αντίστοιχη μείωση των εσόδων κοινωνικής ασφάλισης και των δαπανών για κοινωνικές παροχές. Αν όλα αυτά επηρεάσουν το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, θα υπάρχουν συνέπειες, εκτιμά το ΔΝΤ, στα έσοδα π.χ. από τον ΦΠΑ.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω μάλιστα, κι ενώ επισημαίνει πως οι μισθοί του δημόσιου τομέα δεν συνδέονται με τον κατώτατο μισθό, εκτιμά πως με τις προσδοκίες που δημιουργεί και τις πιέσεις που ακολουθούν, δεν αποκλείεται τελικά να αυξηθούν και οι μισθοί στο δημόσιο.
Για τον μετριασμό των κινδύνων, το ΔΝΤ εκτιμά πως πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού. Σημειώνει ότι είναι ζωτικής σημασίας να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις που προσελκύουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα στο εγγύς μέλλον, το άνοιγμα των αγορών προϊόντων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την περαιτέρω χορήγηση αδειών για επενδύσεις, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε τομείς που μειώνουν το κόστος για τις επιχειρήσεις, δηλαδή την ενέργεια, τις υποδομές και τις μεταφορές.
Όσο για το μέλλον, το Ταμείο ξεκαθαρίζει ότι οι διαδικασίες διαβούλευσης θα πρέπει να καθοδηγούνται περισσότερο από τις αυξήσεις της παραγωγικότητας και την οικονομική ανάπτυξη.
Το ΔΝΤ, λοιπόν, συνιστά προς την ελληνική κυβέρνηση τη συνέχιση πιο ευέλικτων πολιτικών στην αγορά εργασίας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην έκθεση, τα τεχνικά κλιμάκια του Ταμείου ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να επανέλθει σε επίπεδο επιχείρησης η ευελιξία για τον καθορισμό των πρακτικών της αγοράς εργασίας. Ζήτησαν επίσης πιο διαφανή και περιοδική εφαρμογή του μηχανισμού αντιπροσωπευτικότητας στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κάτι που, όπως υποστηρίζουν, θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση ανεπιθύμητων επιπτώσεων στις μικρότερες και λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις.
Ζήτησαν επίσης την καθιέρωση μέτρων που θα περιορίζουν το μη μισθολογικό κόστος, με στόχο την τόνωση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης (για παράδειγμα μέσω περικοπών φόρων εισοδήματος και μείωσης του κόστους χρηματοδότησης).
Η ελληνική «απάντηση»
Όπως βέβαια αποδείχθηκε στην πράξη και αναφέρεται στην έκθεση, η ελληνική κυβέρνηση διαφώνησε με τις απόψεις του Ταμείου για τις πολιτικές της αγοράς εργασίας και υποστήριξε πως αναμένει μέσω της αύξησης των μισθών, ισχυρότερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ειδικά για την αύξηση του κατώτατου μισθού, επισημάνθηκε από την ελληνική πλευρά ότι αυτή θα συμβάλει στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση θα είναι ελάχιστες, δεδομένου του χαμηλού ποσοστού των εργαζομένων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό.
Στον βαθμό, δε, που το υψηλότερο μισθολογικό κόστος οδηγήσει σε οριακή μείωση του εργατικού δυναμικού, η κυβέρνηση, σύμφωνα με το ΔΝΤ, εκτίμησε ότι οι εργαζόμενοι θα μεταναστεύσουν σε θέσεις εργασίας υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
* Δείτε την έκθεση στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.