Την εκτίμηση ότι η ανάπτυξη της οικονομίας θα παραμείνει «αναιμική» και φέτος, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 1,5-2%, διατύπωσε η PriceWaterhouseCoopers (PwC) κατά την παρουσίαση της ετήσιας μελέτης της για τις εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Η εκτίμηση της εταιρείας εδράζεται στο χαμηλότερο ύψος επενδύσεων σε σχέση με αυτές που χρειάζεται η χώρα για να φθάσει στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο ή στις προ κρίσης επιδόσεις της.
Με δεδομένο ότι η κατανάλωση και το διαθέσιμο εισόδημα συμπιέζονται από την υψηλή φορολογία, οι εγχώριες επενδύσεις παραμένουν χαμηλά ενώ οι δημοσιονομικές και οι λειτουργικές αδυναμίες του Δημοσίου σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος κεφαλαίου κρατούν χαμηλά και τις ξένες επενδύσεις.
Επιπρόσθετα, ανασχετικά λειτουργούν οι αργοί ρυθμοί των τραπεζών όσον αφορά στη διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών τους, με μείωση των κόκκινων δανείων, καθώς η αγορά στερείται από πολύτιμη ρευστότητα, που θα μπορούσε να διοχετευθεί σε υγιείς επιχειρήσεις.
Παρότι η χώρα διαθέτει ως το 2022 χαμηλές λήξεις χρέους και ένα μαξιλάρι ρευστότητας 24 δισ. ευρώ, η αναιμική αύξηση του ΑΕΠ μετά από τόσο βαθιά ύφεση επιτάσσει, σύμφωνα με την PwC, την επανεξέταση του οικονομικού μοντέλου μέσα στην επόμενη τριετία, προκειμένου η χώρα να βρει διόδους που θα οδηγήσουν σε βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
«Η ελληνική οικονομία πρέπει να επαναπροσδιοριστεί μέχρι το 2022, για να χτιστούν θεμέλια μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και ομαλής εξυπηρέτησης του δανεισμού της χώρας», αναφέρει χαρακτηριστικά η PwC.
Ενδεικτικές των χαμηλών πτήσεων της οικονομίας είναι και οι επιδόσεις στην προσέλκυση κεφαλαίων από ελληνικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς, οι ελληνικές επιχειρήσεις άντλησαν 5,5 δισ., εκ των οποίων τα 3,8 δισ. προήλθαν από εξαγορές και συγχωνεύσεις, 1,1 δισ. ήλθε από ιδιωτικοποιήσεις και 635 εκατ. ευρώ από εκδόσεις εταιρικών ομολόγων.
Πρόκειται για χαμηλά νούμερα, ανάλογα με αυτά των προηγούμενων ετών, λόγω του υψηλού κόστους κεφαλαίων που συνοδεύει τη χώρα.
Ο αριθμός των εξαγορών και συγχωνεύσεων αυξήθηκε σημαντικά το 2018, φθάνοντας τις 51, ενώ η συνολική αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,9 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2017.
Η παραπάνω φαινομενικά αισιόδοξη εξέλιξη «ακυρώνεται» από μια προσεκτικότερη ματιά των στοιχείων, καθώς στην αύξηση των συναλλαγών συνέβαλε ο κλάδος της ναυτιλίας, που αποτελεί τον πλέον διεθνοποιημένο τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ έναντι του στόχου 2,7 δισ. ευρώ και αναμένεται να βελτιωθούν κατά τη φετινή χρονιά λόγω της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών και της επιχειρούμενης πώλησης του 50,1% των ΕΛΠΕ.
Επίσης, προβλέπονται έσοδα της τάξης των 300 εκατ. από τη συμφωνία του έργου του Ελληνικού.
Οι πέντε μεγαλύτερες εξαγορές της περυσινής χρονιάς ανήλθαν σε 1,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 47% της συνολικής αξίας των σχετικών συναλλαγών.
Κατά τη φετινή χρονιά, έχουν ήδη συμφωνηθεί εξαγορές και συγχωνεύσεις που θα ξεπεράσουν τα 2 δισ. (πώληση της Tirana Bank από Πειραιώς, της IBG από την Αρχή Εκκαθάρισης στην Κύπρο, της Telecom Albania από τον ΟΤΕ, απόκτηση του 51% της Stoiximan από τον ΟΠΑΠ και συγχώνευση της Capital Product Tankers με την DSS Holdings).