Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις λιανικές πωλήσεις, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το οικονομικό κλίμα και της Τράπεζας της Ελλάδος για τις ροές καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, επιβεβαιώνουν τη σταδιακή ενίσχυση τόσο των καταναλωτικών δυνατοτήτων και προσδοκιών των νοικοκυριών, όσο και των αποταμιευτικών πόρων της χώρας, παρά την κάμψη του γενικού οικονομικού κλίματος τον Δεκέμβριο του 2018 και τον Ιανουάριο του 2019, η οποία συνάδει με την πορεία του αντίστοιχου δείκτη στη Ζώνη του Ευρώ, επισημαίνει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία της έκδοση για την οικονομία.
Α. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η τράπεζα, η ετήσια μεταβολή του δείκτη όγκου πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο, διαμορφώθηκε σε 3,2% τον Νοέμβριο του 2018 και παραμένει σε θετικό έδαφος από τον Μάρτιο του ίδιου έτους. Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει πρώτον, με την άνοδο του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος κατέγραψε την καλύτερη επίδοσή του στην τελευταία δεκαετία συνεχίζοντας την ανοδική πορεία που ακολουθεί από τα μέσα του 2017, και δεύτερον, με την εξέλιξη του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, ο οποίος σημειώνει την καλύτερη επίδοση από τον Μάιο του 2008, παρά την καθοδική τάση που παρατηρείται στις επιχειρηματικές προσδοκίες των υπολοίπων τομέων της ελληνικής οικονομίας, από το τρίτο τρίμηνο του 2018.
Οι ανωτέρω εξελίξεις συνδέονται σε σημαντικό βαθμό με τις προσδοκίες που δημιουργούν σταδιακά τα επεκτατικά χαρακτηριστικά της δημοσιονομικής πολιτικής που ενσωματώθηκαν στον Προϋπολογισμό του 2019 και αποσκοπούν στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, όπως η διανομή του ποσού υπέρβασης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα με τη μορφή κοινωνικού μερίσματος, η μη εφαρμογή του μέτρου της περικοπής των συντάξεων για τους παλαιούς συνταξιούχους, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σε κατηγορίες επαγγελμάτων, η επιδότηση στέγασης και ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων κάτω των 24 ετών, καθώς και η ανακοίνωση της αύξησης των κατώτατων αποδοχών στο ύψος των € 650.
Η βελτίωση των ανωτέρω δεικτών αναμένεται να αποτυπωθεί στην περαιτέρω ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης εντός του 2019 (+0,8% σε ετήσια βάση στο εννεάμηνο του 2018) στηρίζοντας την αύξηση του ΑΕΠ.
Β. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η βελτίωση των προσδοκιών των νοικοκυριών συμβαδίζει με τη σταδιακή ενίσχυση των συνθηκών ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.
Συγκεκριμένα, σημαντική θετική εξέλιξη αποτελεί η διατήρηση και ενδυνάμωση της θετικής ροής καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα όπως απεικονίζεται στην εξέλιξη του κινητού μέσου όρου εξαμήνου.
Έτσι, το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, στο τέλος Δεκεμβρίου 2018, διαμορφώθηκε σε €134,5 δισ. παρουσιάζοντας θετική μηνιαία καθαρή ροή κατά €3,2 δισ. η οποία απαρτίζεται από τη θετική μηνιαία καθαρή ροή των καταθέσεων των νοικοκυριών της τάξεως των €2,3 δισ. και τη θετική μηνιαία καθαρή ροή των επιχειρήσεων κατά €862 εκατ.
Οι ανωτέρω εξελίξεις σε συνδυασμό με τη διατήρηση του ρυθμού μεταβολής των χορηγήσεων σε αρνητικό έδαφος οδήγησε στην περαιτέρω συρρίκνωση της διαφοράς μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Η τόνωση αυτή των συνθηκών ρευστότητας επέτρεψε την περαιτέρω μείωση της εξάρτησης από την έκτακτη χρηματοδότηση (Emergency Liquidity Assistance), η οποία τον Νοέμβριο του 2018 διαμορφώθηκε στο επίπεδο των € 2,7 δισ., από το πολύ υψηλό επίπεδο στο οποίο ανήλθε τον Ιούνιο του 2015.
Η μείωση του ποσοστού των αναγκών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ρευστότητα μέσω του Ευρωσυστήματος και του ELA, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και θέτει τις προϋποθέσεις για την πλήρη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.