Εντεινόμενους αρνητικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία επισημαίνει το ΔΝΤ στην πρώτη του επίσημη γραπτή αντίδραση μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, η οποία ακολουθεί την επίσκεψη του κλιμακίου του στην Αθήνα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εστιάζοντας την προσοχή στη μεταρρυθμιστική κόπωση στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών, ζητά προληπτική δράση για τη διαχείριση δημοσιονομικών κινδύνων που σχετίζονται με δικαστικές αποφάσεις, επιμένει στην εφαρμογή της προνομοθετημένης μείωσης του αφορολογήτου το 2020 ώστε να μειωθούν οι φόροι για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και χωρίς να απορρίπτει τα σχέδια αύξησης του κατώτατου μισθού και κατάργησης του υποκατώτατου, ζητά στη θέση τους αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, ώστε «να μη χαθούν οι ωφέλειες σε ανταγωνιστικότητα, που επιτεύχθηκαν δύσκολα».
Για τις τράπεζες, η ανάγκη ταχύτερης μείωσης των κόκκινων δανείων αναδεικνύεται, όπως άλλωστε και η ανάγκη προσεκτικών κινήσεων, ώστε ενδεχόμενη χρήση κρατικών εγγυήσεων να μην επηρεάσει τους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους.
Γενικά, η ανακοίνωση η οποία συντάχθηκε μετά την ολοκλήρωση των συζητήσεων στην Αθήνα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, πέρα από τα καμπανάκια κινδύνου χαρακτηρίζεται θα μπορούσε να πει κανείς από ένα διαρκές… ναι μεν αλλά.
Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στην ανάπτυξη και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2019 δεν χαμηλώνει και διατηρείται στο 2,4% αλλά «η αύξηση των επενδύσεων παραμένει άτονη, λόγω των υψηλότερων επιδράσεων βάσης και το -ακόμα- αδύναμο επενδυτικό κλίμα». Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η ανάπτυξη εκτιμάται λίγο πάνω από 1%.
Στο μέτωπο του χρέους, «η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής παραμένει ισχυρή», αλλά «χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής, για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα, σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων».
Οι κίνδυνοι, οι οποίοι «έχουν γίνει πιο έντονοι» κατά την εκτίμηση του Ταμείου, εδράζονται αφενός στις παρακαταθήκες τις κρίσης αλλά και στον εξωτερικό τομέα. Σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Οι αρνητικοί κίνδυνοι έχουν γίνει πιο έντονοι. Οι παρακαταθήκες της κρίσης παραμένουν σημαντικές, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, της επιδείνωσης των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και της αδύναμης νοοτροπίας πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι (όπως μια ενδεχόμενη επιδείνωση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, μια ενδεχόμενη απότομη συστολή των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών και μια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου) θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη.
Οι επενδύσεις και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν από τη μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων), στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη, ενώ οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές».
Αναλυτικά το ΔΝΤ επισημαίνει:
1. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να επιταχυνθεί το 2019, και στη συνέχεια να γίνει σταδιακά ηπιότερη μεσοπρόθεσμα καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει. Η ανάπτυξη προβλέπεται να φτάσει το 2,4 τοις εκατό το 2019, αυξημένη σε σχέση με το εκτιμώμενο 2,1 τοις εκατό για το 2018. Οι εξαγωγές, ιδιαίτερα ο τουρισμός, και η κατανάλωση (υποστηριζόμενη από τη μειωμένη ανεργία και την αυξημένη εμπιστοσύνη) είναι οι οδηγοί προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανάκαμψη των ιδιωτικών καταθέσεων επέτρεψε την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων ελέγχου των ροών κεφαλαίου (CFM). Εντούτοις, η αύξηση των επενδύσεων παραμένει άτονη, λόγω των υψηλών επιδράσεων βάσης και το -ακόμη- αδύναμο επενδυτικό κλίμα. Μεσοπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει λίγο παραπάνω από το 1 τοις εκατό, καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει, παρά τη σταδιακή μείωση των υψηλών στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα μεσοπρόθεσμα, αφού επιδεινώθηκε το 2018.
2. Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους παραμένει ισχυρή. Αυτό αντανακλά τις μέτριες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης κάτω από το βασικό σενάριο και το σημαντικό προληπτικό μαξιλάρι ρευστότητας. Οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να επιτευχθούν και το χρέος αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα, σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων.
3. Οι αρνητικοί κίνδυνοι έχουν γίνει πιο έντονοι. Οι παρακαταθήκες της κρίσης παραμένουν σημαντικές, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, της επιδείνωσης των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και της αδύναμης νοοτροπίας πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι (όπως μια ενδεχόμενη επιδείνωση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, μια ενδεχόμενη απότομη συστολή των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών και μια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου) θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν από τη μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη, ενώ οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές.
4. Εν μέσω αυξημένων μισθολογικών πιέσεων, για να διατηρηθούν οι ωφέλειες σε ανταγωνιστικότητα που επιτεύχθηκαν δύσκολα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να προωθεί τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Η αναπτυξιακή στρατηγική των αρχών συμπεριλαμβάνει αξιέπαινους στόχους υψηλού επιπέδου, αλλά περαιτέρω μέτρα θα χρειαστούν για την επίτευξή τους. Στην αγορά εργασίας, η περισσότερη ευελιξία θα βοηθούσε την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και από την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Αυτά τα μέτρα άμβλυνσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων), με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
5. Προτεραιότητες είναι η επανεξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής κατά τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη και η προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων. Η επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης με λιγότερους αποκλεισμούς, με την παράλληλη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι μια πρόκληση, αλλά μπορεί να διευκολυνθεί από δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Η κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα την μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από την προγραμματισμένη για την επόμενη χρονιά- διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Η αντιμετώπιση πιθανών δημοσιονομικών σοκ από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη σχετικά με βασικές συνταξιοδοτικές και μισθολογικές μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να βασιστεί στην προετοιμασία ένος προληπτικού σχεδίου. Η επιτάχυνση των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων της ΑΑΔΕ και στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, θα υποστηρίξει περαιτέρω την αποδοτικότητα των δαπανών, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και θα αμβλύνει τους δημοσιονομικούς κινδύνους.
6. Η επαναφορά του τονωτικού ως προς την ανάπτυξη τραπεζικού δανεισμού θα χρειαστεί άμεσες, ολοκληρωμένες και καλά οργανωμένες δράσεις για να βοηθήσει την εξυγίανση των ισολογισμών. Χρειάζονται συντονισμένα βήματα από βασικούς φορείς για την υποστήριξη της ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν το σχεδιασμό του νομικού πλαισίου αφερεγγύοτητας υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και νοικοκυριών και να διευκολύνουν την αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών. Οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όρους αγοράς, αλλά η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας στρατηγικής σε σχέση με το κόστος θα πρέπει να υπολογιστεί με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψιν την επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους.
Αυτά τα βήματα, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες όπως η βελτίωση της εσωτερικής διακυβέρνησης, θα βοηθήσουν την επαναφορά της κερδοφορίας και τη δημιουργία μαξιλαριών κεφαλαίου και ρευστότητας. Η απελευθέρωση των μέτρων ελέγχου των κεφαλαιακών ροών θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον, βασιζόμενο σε προϋποθέσεις, οδικό χάρτη.
* Δείτε την έκθεση στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.