Την πρόταση της επιτροπής που περιλαμβάνει αυξήσεις του κατώτατου μισθού μεταξύ 5% και 10% αναμένεται να παρουσιάσει σήμερα το πρωί στους εκπροσώπους των δανειστών η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου.
Άλλωστε, η διαδικασία εισέρχεται στην τελική ευθεία, με τις επίσημες ανακοινώσεις -πιθανότατα δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα- να αναμένονται εντός των επόμενων ημερών. Ο στόχος της κυβέρνησης άλλωστε παραμένει ίδιος, παρά τις επιφυλάξεις που εκφράζονται από τους δανειστές, αλλά και τις εντονότερες ενστάσεις που διατυπώνει μερίδα των κοινωνικών εταίρων. Οι οποίοι άλλωστε δεν έχουν κοινή γραμμή.
Σήμερα, στην πρωινή συνάντηση των εκπροσώπων των δανειστών με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, η αρμόδια υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου αναμένεται να ενημερώσει επίσημα τους θεσμούς για την τελική πρόταση της επιτροπής, που περιλαμβάνει αυξήσεις μεταξύ 5% και 10%. Παράλληλα, αναμένεται να επαναλάβει την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τον λεγόμενο «υποκατώτατο» μισθό, που μέχρι σήμερα λαμβάνουν οι νέοι έως 25 ετών.
Κυβερνητικά στελέχη υποστήριζαν χθες ότι το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας ισχύει ως έχει και η τελική υπουργική απόφαση θα έχει υπογραφεί έως το τέλος Ιανουαρίου, ώστε οι αυξήσεις να ισχύουν για όλους από την 1η Φεβρουαρίου. Σημείωναν μάλιστα ότι κατά την προγραμματισμένη για σήμερα συνάντηση θα γίνει απλή ενημέρωση, καθώς δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση σε εξέλιξη, η Κομισιόν έχει ενημερωθεί για την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τον υποκατώτατο μισθό από τον Σεπτέμβριο, ενώ οι Βρυξέλλες έχουν ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, εκφράζοντας βέβαια επιφυλάξεις ως προς τη σχέση που πρέπει να έχει με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Εντονότερες φαίνεται πως είναι οι επιφυλάξεις που εκφράζουν οι εκπρόσωποι του ΣΕΒ, όπως φαίνεται στο μηνιαίο οικονομικό δελτίο που δημοσίευσε ο Σύνδεσμος χθες, μία μέρα μετά τη συνάντηση με τους εκπροσώπους των δανειστών. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, που επέφεραν οι μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, είναι αναγκαία προκειμένου να μετασχηματιστεί η χώρα σε μια εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων. Συνεπώς, η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής πριν την κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική.
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει στο δελτίο ότι είναι σημαντικό να κρατηθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (της διαφοράς, δηλαδή, των ονομαστικών μισθών και της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας) υπό έλεγχο. Φέρνοντας μάλιστα ως παράδειγμα την Πορτογαλία, υποστηρίζει ότι η συνεχιζόμενη αύξηση των αμοιβών παρά την πτώση της παραγωγικότητας προοιωνίζεται απώλεια ανταγωνιστικότητας και κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον. Υπογραμμίζει μάλιστα με σημασία πως οι συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το Μνημόνιο το 2015 (+20% περίπου) έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των μέσων αμοιβών (+6,5%), αλλά και προκαλέσει σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας (-5,6%).
Σε διαφορετικό μήκος κύματος είναι η ΕΣΕΕ, που επίσης συναντήθηκε χθες με τους θεσμούς. Οι εκπρόσωποι των εμπόρων τόνισαν για μια ακόμη φορά τη θετική διάσταση που θα έχει η επικείμενη αύξηση στην κατανάλωση, επαναλαμβάνοντας ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να επανέλθει στα 751 ευρώ σταδιακά ως το 2022. Παράλληλα βέβαια, επεσήμαναν το υψηλότατο μη μισθολογικό κόστος, ζητώντας μείωση της επιβάρυνσης από το καταστροφικό μείγμα υψηλών φόρων και εισφορών.
Αλλαγή του μείγματος της εφαρμοζόμενης πολιτικής ζήτησε -σύμφωνα με πληροφορίες- η ηγεσία της ΓΣΕΕ από τους εκπροσώπους των δανειστών κατά τη μεταξύ τους συνάντηση. Αναφερόμενοι στο θέμα του κατώτατου μισθού, οι συνδικαλιστές υπογράμμισαν ότι η όποια αύξηση θα εξαλειφθεί από την αυξημένη φορολόγηση και ζήτησαν την άμεση επαναφορά των κατώτατων αποδοχών στα 751 ευρώ, με παράλληλη αποκατάσταση του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να αποφασίζουν γι’ αυτές.