Η ανάγκη να καταργηθεί ο αναχρονιστικός νόμος του 1950 (ν 1608/1950) περί καταχραστών του Δημοσίου κατέστη εκ νέου πρόδηλη σε δημόσια συζήτηση που προκάλεσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) με θέμα: «Ο Ν.1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου - Κριτική προσέγγιση και αναγκαίες νομοθετικές παρεμβάσεις».
Πρόκειται για θέμα που έχει αναδείξει εδώ και μήνες το Euro2day.gr (ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ) καθώς προκαλεί έντονες οικονομικές παρενέργειες (ιδίως στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων) αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις, χωρίς, εκ του αποτελέσματος, να έχει προασπίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Άξιο αναφοράς είναι άλλωστε και το γεγονός ότι με τις επιβαρυντικές διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου, καταδικάστηκε πρόσφατα σε 10ετή ποινή κάθειρξης καθαρίστρια που προσλήφθηκε στο Δημόσιο με πλαστό πιστοποιητικό! Μια υπόθεση που προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη, θύελλα αντιδράσεων και παρέμβαση του Αρείου Πάγου.
Εντούτοις, παρά τις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση προωθεί από καιρό τον εξορθολογισμό του θεσμικού πλαισίου και την κατάργηση του συγκεκριμένου νόμου, στο πλαίσιο της επεξεργασίας και σταδιακής ολοκλήρωσης των νέων Κωδίκων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, έως στιγμής δεν έχει υπάρξει σχετικό νομοσχέδιο.
Αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα της εκδήλωσης, στην οποία συμμετείχαν έγκριτοι νομικοί και καθηγητές-εκπρόσωποι επιστημονικών ενώσεων, ήταν ότι ο Ν.1608/1950 πρέπει να καταργηθεί το συντομότερο.
Στο πλαίσιο της συζήτησης, αναφέρθηκαν ιστορικά στοιχεία της ψήφισης και εφαρμογής του Ν.1608/1950, ενώ τονίστηκαν τα σημαντικά προβλήματα ουσιαστικού και ποινικού δικαίου που προκαλούνται από την εφαρμογή του στην πράξη, με την παρουσίαση σειράς χαρακτηριστικών υποθέσεων που καταδεικνύουν τις αδικίες που προκαλεί, με επιβολή άδικων και δυσανάλογων ποινών.
Παρ' όλα αυτά, όπως σημειώθηκε, 69 έτη μετά την ψήφισή του, ο νόμος παραμένει σε ισχύ, καθώς υπό τον φόβο του πρόσκαιρου πολιτικού κόστους, διαχρονικά η πολιτεία αρνείται να τον καταργήσει, «καίτοι σύσσωμος ο νομικός κόσμος, εδώ και χρόνια, έχει αναδείξει τις παθογένειές του».
Για τον λόγο αυτό, ο ΔΣΑ καλεί την πολιτεία «να προβεί επιτέλους στον εξορθολογισμό του συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, αδιαφορώντας για το όποιο πολιτικό κόστος, ώστε να αποκατασταθεί η δικαιική μας τάξη στον τομέα αυτό». Καλεί, δε, και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων του τόπου να σταθούν αρωγοί στην απόφαση αυτή.
Χαρακτηριστικός για τα προβλήματα που δημιουργεί η συγκεκριμένη νομοθεσία ήταν και ο χαιρετισμός του προέδρου του ΔΣΑ Δ. Βερβεσού (φωτό), ο οποίος, αφού τόνισε ότι η κατάργηση του νόμου αποτελεί μείζον δικαιοπολιτικό ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα εδώ και δεκαετίες, μεταξύ άλλων κατέγραψε πέντε σημαντικές αδυναμίες των διατάξεών του:
Πρώτον, ο νόμος περί καταχραστών δημοσίου εισάγει προκλητικό ρήγμα στην αξιολογική συνοχή του ποινικοδικαιϊκού συστήματος και στην εγγυητική λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας.
Δεύτερον, οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608, ήτοι η «επί μακρόν» εξακολούθηση της τελέσεως του εγκλήματος και η «ιδιαίτερα μεγάλη αξία» του αντικειμένου του εγκλήματος, σε συνδυασμό με τον ανελαστικό -μη δεκτικό επιμετρήσεως- χαρακτήρα της απειλούμενης ποινής (ισόβια) είναι προδήλως αόριστες και αντίκεινται στη βασική αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa, που έχει ευθεία συνταγματική αναγωγή (άρθρο 7 § 1 του Συντάγματος).
Τρίτον, στο μέτρο που δεν υπάρχει δυνατότητα κλιμάκωσης της επιβλητέας ποινής (συντρεχουσών των ιδιαζόντως επιβαρυντικών περιστάσεων), με βάση το ύψος της περιουσιακής προσβολής, αλλά αυτή επιβάλλεται ανελαστικώς χωρίς να είναι πρακτικά δυνατή η αναλογική διαβάθμισή της, προσβάλλεται και η συνταγματική αρχή της ισότητας (όταν επί παραδείγματι επιβάλλεται η αυτή ποινή αν η βλάβη του Δημοσίου είναι 200.000 ευρώ ή 1 δισεκατομμυρίου ευρώ).
Τέταρτον, ενώ τελεολογική αφετηρία της αυστηρότερης ποινικής μεταχείρισης υπήρξε η ανάγκη αυξημένης προστασίας της δημόσιας περιουσίας, η διεύρυνση των αποδεκτών της εγκληματικής προσβολής έχει ως αποτέλεσμα να παρέχεται εντέλει αυξημένη προστασία σε μια εκτεταμένη ομάδα ιδιωτικών περιουσιών (όπως οι τράπεζες και τα NΠΙΔ στα οποία μπορούν να διατεθούν επιχορηγήσεις), κατά πλήρη «παραμόρφωση» -όπως σωστά επισημαίνεται στη θεωρία- των εννοιών του δημόσιου τομέα και της δημόσιας περιουσίας.
Πέμπτον, η διαρκής όξυνση της οικονομικής παραβατικότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατάχρησης δημοσίου χρήματος, καταδεικνύει ότι ο ν. 1608/50 εκτός από υπέρμετρα αυστηρός και συχνά άδικος, υπήρξε και αναποτελεσματικός.
Ομιλητές στην εκδήλωση που συντόνισε ο Δημήτρης Χρ. Αναστασόπουλος, Σύμβουλος ΔΣΑ, Πρόεδρος Ε.Ε.Ν.e-Θέμις, ήταν οι:
- Ιωάννης Γιαννίδης, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ
- Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Καθηγητής ΕΚΠΑ
- Ευστάθιος Βεργώνης, Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών, Αντιπρόεδρος Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
- Αθανάσιος Ζαχαριάδης, Δικηγόρος, Επικ. Καθηγητής ΑΠΘ.